ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

τζάκισμα

ένα ή περισσότερα μέρη του ακεραίου. Δηλαδή αν κόψεις έναν ακέραιο σε μέρη και από αυτά τα μέρη πάρεις κάποιο (κάποια), αυτό λέγεται τζάκισμα ή μέρος [Τζάκισμα: από το ρήμα τζακίζω που σημαίνει σπάζω, κόβω σε κομμάτια]. (σημ.: κλάσμα.)

40-41