ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

τζάκισμα

μέρος ή μέρη από το ακέραιον, πχ ήμισυ ώρα, τρία τέταρτα της ώρας, εν τέταρτον του φιορινίου. [Ο όρος προέρχεται από το ρήμα τζακίζω που σημαίνει σπάζω σε κομμάτια.] Το πάνω ψηφίο του τζακίσματος ονομά­ζεται αριθμητής, επειδή και δεικνύει τον αριθμόν πόσος είναι. Το κάτω λέγεται ονο­μαστής, επειδή ονομάζει το τζάκισμα (δηλαδή το είδος της κλασματικής μονάδας). (σημ.: κλάσμα.)

18-24