ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

αεροστατική μηχανή

μηχανή αποτελούμενη από ωοειδή σάκκο μεταξωτού λεπτού υφάσματος ή κατασκευασμένο από λεπτό πανί αλειμμέ­νο με θειική άργιλο ή αλικό αμμώνιο, για να μην καεί από το πυρ. Στο κάτω τμήμα του υπάρχει στόμιο, όπου πλησιάζουν το πυρ με το οποίο αραιώνεται ο αέρας στο εσωτερικό του σάκκου και αφού αυτός γίνει ελαφρότερος, υψώνει τον σάκκο στον αέρα. Οι αεροστατικές μηχανές στηρίζονται στη θεωρία ότι κάθε σώμα του οποίου το μέγεθος είναι ελαφρότερο από τον ισομεγέθη όγκο του αέρα, υψώνεται στην ατμόσφαιρα. Η εξωτερική επιφάνεια της μηχανής σκεπάζεται με δικτυωτό κάλυμ­μα, από τους κροσσούς του οποίου κρέμεται πλοιάριο, όπου κάθονται οι αεροναύτες με τα εφόδιά τους και την καύσιμη ύλη, δηλαδή βαμβάκι, μαλί βρεγμένο σε αλ­κοόλ, λίπος ή άλη εύλεκτη ουσία. Όταν ο αεροναύτης υψωθεί με την ειδική βα­ρύτητα, μπορεί να ανεβεί ακόμη περισσότερο ρίχνοντας κάτω το έρμα (σαβούρα) ή αυξάνοντας τη δύναμη του πυρός για να αραιωθεί ο αέρας περισσότερο. Όταν ο αεροναύτης θελήσει να κατεβεί, πρέπει να μειώσει το πυρ, ώστε να αρχίσει ο αέρας να πυκνώνεται και να περισσεύει η βαρύτητά του. Πρώτοι που επινόησαν μία τέ­τοια μηχανή ήταν οι Μοντγολφιέροι στο Παρίσι το 1788. (σημ.: αερόστατο.)

320-321