ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

άργυρος

μεταλικό καύσιμο σώμα, πολύ ευάγωγο και δύ­σκολα οξειδούμενο. Είναι μέταλο λευκότατο, λαμπρότατο, χωρίς οσμή και γεύση. Το βάρος του είναι 10 1/9 περισσότερο σε σχέση με αυτό του ύδατος. Είναι τόσο ευάγωγο, που διατηρείται σε λεπτότατα φύλα, όπως ο χάρτης ή σε νήματα λεπτό­τερα της τρίχας. Με έναν κόκκο μπορεί να κατασκευασθεί αγείο τόσο πλατύ που να χωρά μια ουγιά ύδατος. Τήκεται ευκολότερα από τον χρυσό, μπορεί να εξατμι­σθεί και να βράσει, ενώ πάνω του ενεργούν όλα τα οξέα και τον διαλύουν, οι γαίες και τα κάλια. Ενώνεται με μέταλα. Βρίσκεται σε πολά μέρη και μάλιστα στην Αμερική, πότε σε φυσική κατάσταση, οπότε αναγνωρίζεται από τη λαμπρότητα και το ευάγωγό του, πότε ενωμένος με θείο (άργυρος θειούχος) ή αρσενικό. Άλοτε περιέχει χαλκό, σίδηρο ή άλες ουσίες. Χρησιμοποιείται γαι την κατασκευή νομι­σμάτων, αγείων της φαρμακοποιίας, ως αβλαβές και στη Γαλία για το γάνωμα των μαγειρικών σκευών, αντί του κασσιτέρου.

221-228