ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

άργιλος (η)

αποτελεί βάση της στυπτηρίας, που είναι θει­ική άργιλος. Από την στυπτυρία εξάγεται άργιλος, αν προσθέσουμε στη διάλυσή της πότασσα ή αμμώνιο, πλένοντας το κατακάθισμα με αποσταλαγμένο ύδωρ, για να το ελευθερώσουμε από κάθε ξένη ύλη. Η άργιλος είναι λεία στην αφή, κολά στη γλώσσα, έλκει την υγρασία, απαλύνεται δια του ύδατος και γίνεται πηλώδης, σκληραίνει από το πυρ, όταν καεί δεν διαλύεται πλέον στο ύδωρ, αν δεν μεταβληθεί πρώτα σε άλας με την ένωση κάποιου οξέος και κατακαθίσει έπειτα με τυχόν κάλιο. Ενώνεται με τα οξέα και προκαλεί έκζεση με τα μεταλικά, πράγμα που προέρχεται από την λίγη ανθρακική πότασσα με την οποία είναι ενωμένη. Την μεταχειρίζονται οι τεχνίτες για την κατασκευή πήλινων αγείων, γιατί κατά το ήμισυ είναι πυρίτις. Επειδή αντέχει στο πυρ, από αυτή κατασκευάζεται το πυρόμετρο.

200