Λεξικόν
ο όρος ορίζεται διαφορετικά στους Δημόκριτο, Στωικούς και Σπινόζα. Κατά το Δημόκριτο η ειμαρμένη είναι μία άπειρη σειρά αιτίων, αλή-λων εξηρτημένων, από τα οποία κανένα δεν είναι πρώτο και κανένα δεν είναι έσχατο. Δημοκρίτεια θέση είναι ότι τα άτομα με αιώνια κίνηση φερόμενα δια του κενού, συνέθεσαν τα πάντα σύμφωνα με νόμους αναγκαίους, ώστε κανένα από αυτά να μην θεωρείται ως αρχή αγέννητη και πρώτιστη των άλων. Η ειμαρμένη των Στωικών είναι επίσης μία σειρά αιτίων υπ’ αλήλων διοριζομένων, της οποίας κεφαλή είναι ο Θεός, που καθορίζει την τάξη που αυτά πρέπει να ακολουθήσουν. Ο Λίψιος θεωρεί ότι η ειμαρμένη των Στωικών έχει ομοιότητες με το δόγμα των Χριστιανών περί προνοίας. Τέλος η κατά Σπινόζα ειμαρμένη είναι μια παραπλήσια σειρά αιτίων, που όμως πηγάζει από τη φύση του Θεού απ’ αιώνος. Διότι νομίζει ο Σπινόζας ότι μία μόνη ουσία υφίσταται και αυτή αιώνια, που συνίσταται από άπειρη νόηση και άπειρη εκτάση και ότι αυτή είναι ο Θεός. Τα άλα δε, όσα υπάρχουν είναι διαθέσεις των θείων προσόντων (ιδιοτήτων) και αυτά προέρχονται εξ ανάγκης από τη φύση του Θεού και κατά τους νόμους της θείας φύσεως αναγκαίως. Οι Βάλχιος και Βαίλιος ισχυρίζονται ότι τις απόψεις του Σπινόζα έδειξε και ο Αριστοτέλης. Πράγμα όμως το οποίο δεν έχει ισχύ παρά μόνο ως προς τούτο ότι, όπως ακριβώς εκείνος, την παραγωγή του κόσμου απ’ αιώνος και αναγκαίως υπέθετε. (σημ.: αυστηρή νομοτέλεια κόσμου, συντυχισμός, αιτιακή σχέση θεού - κόσμου.)