Λεξικόν
ρευστικόν οξύ πνεύμα
αέριο που εξέρχεται από μία πέτρα, τη ρευστική τίτανο (ψευδή σμάραγδο) δια θειικού οξέος και μετρίας θερμότητος. Αυτή η πέτρα αποτελείται από τίτανον και ρευστικόν οξύ (fuoricum), του οποίου τη φύση αγνοούμε. Ο αέρας αυτός δεν διατηρεί την αναπνοή των ζώων και την καύση των σωμάτων. Πολοί χημικοί συγχέουν το ρευστικό οξύ με το αλικό. Κατατρώγει την ύαλο καί χαράσουν με αυτό την ύαλο, όπως το χαλκό με δυνατό ύδωρ ή νιτρικό οξύ. (σημ.: υδροφθόριο.)
316