Λεξικόν
σώμα ροώδες, υγρό, άχυμο, άοσμο, διαυγές, άχρωμο, με μέτρια θερμότητα, εξατμίζεται όταν ζεσταθεί, σβήνει το πυρ, πόσιμο, διαλυτικό και όχημα τροφής, αίτιο ανάπτυξης και αύξησης, συστατικό της βροχής, των ποταμών, των πηγών, του αέρος και άλων σωμάτων, χρήσιμο με κάθε τρόπο στους ανθρώπους. Δεν υπάρχει στη φύση ύδωρ καθαρό, χωρίς προσμίξεις. Το πηγαίο ύδωρ, αποτέλεσμα βροχής, περνώντας μέσα από τους πόρους της γης, συμπεριλαμβάνει μόρια ποικιλοφυών σωμάτων, αλάτων γης, λιπαρών χυλών, μετάλων και ημιμετάλων και αυτό δικαιολογεί τις πολές φύσεις του ύδατος: θειοφυές, σιδηρο-φυές, περιέχον στυπτηρία, νίτρο, χαλκάνθη, χαλκό, μόλυβδο, θείο, όπως προκύπτει από την ανάλυση. Αναλόγως των προσμίξεων καθορίζονται και οι ιδιότητές του ύδατος. Καθαρίζεται το ύδωρ από ετερογενείς προσμίξεις με διήθηση, τρεπόμενο σε παγετό, με εξάτμιση, με σύμμιξη ιξωδέστερου σώματος, με κατακρήμνιση. Διαφορετικές είναι οι ιδιότητες του καθαρού ύδατος. Στα μόρια του ύδατος παρατηρείται εφέλκυση. Θερμαινόμενο εξατμίζεται και κατά την αναθυμίαση αναπτύσσεται αποκρουστική (απωθητική) δύναμη, κατά το Βοερράβιο.Το ύδωρ δεν μπορεί να μετατραπεί σε γη. Το χειμώνα μετατρέπεται σε παγετό, δηλαδή σε ένα σώμα σκληρό και ελαστικό, τα μόρια του οποίου βρίσκονται σε κίνηση.