Λεξικόν
θερμόμετρον
όργανο με το οποίο μετρούμε την θερμότητα ενός σώματος. Γνωστά είδη θερμομέτρων είναι α) του Κορνήλιου Δερεββελίου, Ολανδού αγρότη, ασχολούμενου με τα τα μηχανικά και οπτικά, από τους πρώτους ευρετές θερμομέτρων — θερμόμετρο άχρηστο, χωρίς καθορισμένο σημείο αρχής, δηλωτικό της θερμότητος ή ψυχρότητος ή κάποιο μέτρο με το οποίο θα μπορούσε να προσδιορίσει κανείς τις αυξομειώσεις της θερμοκρασίας, β) το φλωρεντίνο θερμόμετρο, των ευρετών της Ακαδημίας της Φλωρεντίας, που χρησιμοποιεί οινόπνευμα, γ) το θερμόμετρο του Φαβρονεϊτίου, ο οποίος αντί για οινόπνευμα χρησιμοποίησε υδράργυρο. Το τελευταίο θεωρείται καλύτερο και σύμφωνα με κάποιους ακόμη και από αυτό του Ρεαουμουρίου. Όμως αν και εντελέστερο σε σχέση με άλα, παρουσιάζει ελείψεις.
161-164