Λεξικόν
θερμοξυγόνον
ένωση θειικού οξέως, ύδατος και ενός νέου μετάλου, του μαγκανέζιου (οξείδιο μαγανίου). Το θερμοξυγόνον εισπνεόμενο ζωηρεύει την καρδιά του ανθρώπου, βοηθεί την κυκλοφορίαν του αίματος, στο οποίο δίνει ερυθρόν χρώμα. Εισπνέοντάς το ή πίνοντάς το οι άνθρωποι κοκκινίζουν στο πρόσωπο και στα μάτια και δύσκολα βλάπτονται τα ζωτικά τους πνεύματα. Γι’ αυτό ο Προ-νοητής της φύσεως έδωσε τον άζωτο αέρα με τον οποίο το σώμα χάνει μέρος της ζωηρότητάς του. (σημ.: οξυγόνο εν τω γεννάσθαι με αντίδραση πυρολουσίτη.)
108