Λεξικόν
την αληθινή αρχή των πραγμάτων μας την ερμήνευσε ο Μωυσής στα πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως και εκτός του ότι έχει προς εμάς όλη εκείνη τη βεβαιότητα που πρέπει να έχουν οι θείες Γραφές, τα άσφαλ-τα δηλαδή λόγια του ίδιου του Θεού, έχει και μια πλήρη βεβαιότητα και ενέργεια θεμελιωμένη στον ορθό λόγο. Σύμφωνα με αυτή: α) Αν ο κόσμος δεν υφίσταται αφ’ εαυτού, έλαβε την ύπαρξή του από ένα ον υφιστάμενο παρ’ εαυτού, το Θεό. β) Αν ο κόσμος προ της υπάρξεώς του δεν υφίστατο, που σημαίνει ότι ήταν μηδέν, πρέπει αναγκαίως να εκτίσθη από του μηδενός. γ) Αν δεν εκτίσθη παρά Θεού απ’ αιώνος, πράγμα το οποίο αλόγως πρέσβευε ο Αριστοτέλης, κτίστηκε εν χρόνω, καθώς μας βεβαιώνει η Γένεσις. Ο χρόνος κατά τον οποίο κτίστηκε ο κόσμος είναι αδύνατο να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Τα τιτανώδη-ασβεστώδη όρη τα οποία είναι άλοτε το ένα πάνω στο άλο και άλοτε μεμιγμένα με τα γρανιτώδη και λεπιδωτώδη, τα εριπειώδη, τριφώδη ή κρημνώδη όρη, τα οποία φαίνονται ότι συγκροτούνται από ποτάμιες ύλες, τα πρόδηλα σημεία κρατήρων από καιρούς αμνημονεύτους, η πρόσβαση των οριζοντικών, κεκλιμένων, κάθετων ή τελείως ανώμαλων στρωμάτων στα όρη, όλα αυτά αποτελούν σημάδια μεγάλων μεταβολών που συνέβησαν στον κόσμο, χωρίς όμως να μας δώσουν το φως να προσδιορίσουμε μήτε πότε οι μεταβολές αυτές συνέβησαν, μήτε πόσος καιρός πέρασε πριν συμβούν. Οι υπολογισμοί των κατοίκων της Ισπανικής Βατικής, που προέκυπταν από 6 000 χρονικά, των Ινδών που αριθμούσαν 6461 χρόνους από τον Βάκχο ως τον Αλέξανδρο, των Αιγυπτίων που ισχυρίζονταν ότι έχουν 12 ή 15 χιλιάδων χρόνων ιστορία και απέδιδαν 18 000 χρόνους στις βασιλείες των Θεών, των Ηρώων, ώστε να ανεβάζουν την αρχαιότητα τους στους 30 000 χρόνους και περισσότερο, των Χαλδαίων οι οποίοι κατά τον Διόδωρο το Σικελιώτη στον καιρό ακόμη του Μ. Αλεξάνδρου καυχιώνταν ότι είχαν 473 χιλιάδες χρόνων αστρονομικές παρατηρήσεις φαίνονται εντελώς μυθώδεις, εκτός αν όλοι αυτοί θεωρούσαν ως χρόνο την περίοδο της Σελήνης, πράγμα που έκαναν πολοί, κατά τους Μακρόβιο, Εύδοξο, Βάρωνα, Διόδωρο, Πλίνιο, Πλούταρχο και Ιερό Αυγουστίνο ή αν λάμβαναν ως χρόνο μία μόνη ημέρα, που και αυτό γίνοταν μερικές φορές, όπως μαρτυρούν οι Παλαίφατος και Σουίδας. Τα πλέον βέβαια τεκμήρια θα έπρεπε να τα λάβουμε από τις θείες Γραφές, ως το παλαιότερο βιβλίο από όσα έχουμε, μιας αυθεντίας ανωτέρας. Όμως και εδώ βρίσκουμε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο Εβραϊκό και Σαμαρίτειο κείμενο και στη μετάφραση των Εβδομήκοντα και μάλιστα για τους χρόνους που πέρασαν από κτίσεως κόσμου ως τον κατακλυσμό και από αυτόν έως τον Αβραάμ. Και ούτε είναι εύκολο να συμβιβαστούν οι πληροφορίες αυτές, αν και ασχολήθηκαν με το ζήτημα οι Ιούλιος ο Αφρικανός, Διονύσιος ο Μικρός, Ευσέβιος, Άγιος Κύριλος, Βέδας, Σκαλίγερος, Πετάνιος, Ουσσέριος, Μερχάμ, Βόσσιος, Πάγις, Ριτζιόλης, Πεζρόν, Δεβινιόλ, Φρερέτ, Νεύτων κ.α., ώστε να δημιουργηθούν έως 70 διαφορετικά συστήματα χρονολογίας. Δεν μπόρεσαν όμως όλοι αυτοί να αποφασίσουν πιο είναι το αληθινό. Μερικά από τα πιο αξιόλογα συστήματα χρονολόγησης από κτίσεως κόσμου ως τη γέννηση του Χριστού είναι των Σκαλίγερου που αριθμεί 3950 χρόνους, Πετάνιου που αριθμεί 3984, Ουσσέριου που αριθμεί 4004, Ριτζιόλη κατά την Βουλγάτα που αριθμεί 4184, των 70 που αριθμεί 5634, Ευσέβιου που αριθμεί 5200 και οι Αλφόνσειοι Πίνακες που αριθμούν 6934 χρόνους. Ανάμεσα όμως σε τόση διαφωνία συστημάτων, η χρονολογία που κοινώς σήμερα αποδέχονται —επειδή πρέπει να ακολουθήσουμε μία για να γράψουμε ιστορία— είναι εκείνη του Ουσσερίου. Ο κόσμος δεν θα μπορούσε να κτισθεί με άλο τρόπο παρά εκ του μη όντος, διότι η ύλη δεν μπορεί να υπάρξει αφ’ εαυτής. Παρ’ όλο που οι παλαιοί φιλόσοφοι το είχαν ως αξίωμα ότι εκ του μηδενός ουδέν γίνεται, γι’ αυτό και παραδέχτηκαν την ύλη αμετάβλητη και αφ’ εαυτής υπάρχουσα, όμως η ύλη δεν υπάρχει αφ’ εαυτής και έπεται εξ ανάγκης ότι κτίσθηκε από το μηδέν. Ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός παρήγαγε την ύλη εκ του μη όντος είναι πράγμα ακατάληπτο και πολύ ανώτερο προς τις δικές μας δυνατότητες να δημιουργήσουμε κάτι από το μηδέν. Η άγνοια όμως του τρόπου δεν αναιρεί την αλήθεια του πράγματος. Η ποσότητα του χρόνου που χρειάστηκε για να δημιουργήσει ο Θεός τον κόσμο κατά τη Γένεση είναι 6 ημέρες, από τις οποίες στην πρώτη ο Θεός έκτισε το φως, στη δεύτερη το στερεώμα, στη τρίτη τη θάλασσα, τη γη και τα φυτά, στην τέταρτη τον ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα, στην πέμπτη τα ψάρια και τα πτηνά και στην έκτη τα τετράποδα και τον άνθρωπο. Όμως και εδώ οι συγραφείς διαφωνούν αν οι ημέρες αυτές πρέπει να νοηθούν ως ημέρες αληθινές και φυσικές ή εκφράσεις μεταφορικές και αν η κτίση του Παντός πρέπει να θεωρηθεί ότι έγινε ακαριαία, άποψη προς την οποία τείνει ο Ιερός Αυγουστίνος. Βέβαια εκείνος που μπορεί με ένα κίνημα βουλήσεως να κτίσει ένα πράγμα εκ του μη όντος, μπορεί με την ίδια κίνηση να κτίσει χιλιάδες και μιλιόνια (εκατομμύρια) και γι’ αυτό δε χρειάζεται παρά μία στιγμή, αλά μπορεί παρ’ όλα αυτά να φάνηκε στο Θεό αρεστό να χρησιμοποίησε πραγματικά 6 ημέρες ή μπορεί ακόμη να του άρεσε να μεταχειριστεί 6 χρόνους. Ποιός μπορεί να του ζητήσει λογαριασμόν περί τούτου;