Λεξικόν
εργοχειρούντες χειρώνακτες (Manifattori)
όσοι εργάζονται χειρωνακτικά [απόδοση στα εληνικά του ιταλικού όρου manifattori, από το manufactus = χειροποίητος από το manu < manus = χέρι + factus < Facio = κάνω, φτειάχνω] ονομάζονται όσοι εργάζονται ως υφανταί, κατασταλα-κταί — Distillatori [στα ιταλικά ο όρος δηλώνει όσους εργάζονται σε αποστακτή-ρια], ξυλουργοί, κτίσται κ.α.
6