Βιογραφίες

Νοταράς Χρύσανθος [1663(;), Αράχωβα Κορινθίας - 1731, Ιεροσόλυμα]

Ιεράρχης, συγγραφέας και θεολόγος, ο Χρύσανθος Νοταράς ανέπτυξε ενεργό δράση στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο της χριστιανικής Ανατολής επιτυγχάνοντας να επηρεάσει και τις σύγχρονές του πολιτικές εξελίξεις. Διετέλεσε πατριάρχης Ιεροσολύμων για 24 περίπου χρόνια, διάστημα κατά το οποίο εργάστηκε με ζήλο για τα συμφέροντα των Ορθοδόξων και την πνευματική τους πρόοδο.

Καταγόταν από την πλούσια κι επιφανή οικογένεια των Νοταράδων στην Κορινθία. Είχε θείο από την πλευρά της μητέρας του τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο κι αδελφό το Νεόφυτο Νοταρά, μετέπειτα αρχιμανδρίτη κι επίσκοπο του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Το κοσμικό του όνομα παραμένει άγνωστο [ΘΗΕ, 1968: 387].

Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του. Πολύ νωρίς τέθηκε -από κοινού με τον αδελφό του Νεόφυτο- υπό την προστασία του θείου του Δοσιθέου, με δαπάνες του οποίου μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για σπουδές. Από το 1681 φοιτεί στην Πατριαρχική Ακαδημία, όπου παρακολουθεί μεταξύ άλλων και μαθήματα αριστοτελικής φιλοσοφίας από τον Σεβαστό Κυμηνίτη [ΘΗΕ, 1968: 387]. Μετά την ολοκλήρωση της εγκύκλιας μάθησής του, το 1684, χειροτονείται ιεροδιάκονος κι αναλαμβάνει να εκτελεί αποστολές για την στήριξη των ορθόδοξων ιερών προσκυνημάτων στα Ιεροσόλυμα και την προάσπιση των συμφερόντων της εκεί χριστιανικής αδελφότητας έναντι των Καθολικών διεκδικητών [ΕΕΕ, 1988: 477].

Έτσι, στα 1686/7 τον συναντάμε να περιοδεύει ως απεσταλμένος του Δοσιθέου στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ενώ από τον Μάιο του 1693 και για τρία περίπου χρόνια βρίσκεται στην Μόσχα. Εκεί, παράλληλα με τη δράση του ως αντιπροσώπου του πατριαρχείου Ιεροσολύμων ενδιαφέρεται για την ίδρυση τυπογραφείου και την αναδιοργάνωση της τοπικής ελληνοσλαβικής σχολής [ΘΗΕ, 1968:387].

Μετά το πέρας της αποστολής του στάλθηκε από το θείο του σε πανεπιστήμια της δυτικής Ευρώπης για σπουδές ανώτερου επιπέδου. Θα μεταβεί αρχικά στη Βιέννη με σκοπό να έρθει σε επαφή με τον εγκατεστημένο εκεί Έλληνα έμπορο Νικόλαο Καραγιάννη κατόπιν συστάσεων του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωντσταντίνου Μασαράμπα. Στη συνέχεια με ενδιάμεσο σταθμό τη Βενετία κατευθύνεται προς την Πάδοβα για να εγκατασταθεί τελικά στην πόλη στις αρχές του 1697 [ΘΗΕ, 1968: 387]. Φοιτεί στο Πατάβιο για τρία περίπου χρόνια και παρακολουθεί τις διαλέξεις του Νικολάου Κομνηνού του Παπαδόπουλου, καθηγητή της νομικής, που τότε δίδασκε κυρίως κανονικό δίκαιο. Με τον τελευταίο πρόκειται να συνδεθεί φιλικά, όπως φαίνεται και από το πλήθος των επιστολών που ανταλλάσουν έκτοτε.

Γύρω στα 1700 μεταβαίνει στο Παρίσι για να συνεχίσει τη φοίτησή του στο τοπικό πανεπιστήμιο. Εκεί παράλληλα με τα φιλοσοφικού και θεολογικού περιεχομένου μαθήματα διδάσκεται και μαθηματικά από τον αστρονόμο Ιωάννη-Δομίνικο Κασίνη (Cassini). Κατά την παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα εισέρχεται στον κύκλο των Γάλλων λογίων και γνωρίζεται με τους φιλελεύθερους θεολόγους Dupin και Natalis Alexandre και κυρίως με τον Ιησουϊτη  M. Lequien, στον οποίο παρείχε πληροφορίες για την συγγραφή του έργου τουΧριστιανική Ανατολή [ΘΗΕ, 1968: 388].

Τον Σεπτέμβριο του 1700 βρίσκεται στη Βλαχία, ενώ τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου επισκέπτεται εκ νέου τη Ρωσία για να μεταφέρει στον Μεγάλο Πέτρο τις απόψεις του Δοσιθέου για τη στάση που πρέπει να κρατήσουν οι Ρώσοι έναντι των Τούρκων σχετικά με το ζήτημα των ιερών προσκυνημάτων του Παναγίου Τάφου. Αναχωρεί από την Μόσχα με πλούσια δώρα τον Ιούλιο του 1701 και μέσω Κιέβου κατευθύνεται προς το Βουκουρέστι. Εκεί πρόκειται να αναλάβει για κάποιο διάστημα την εκπαίδευση των παιδιών του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου,  με τον οποίο ο Χρύσανθος -όπως και ο θείος του- διατηρούσαν στενούς δεσμούς. Τον Απρίλιο του 1702 χειροτονείται από τον Δοσίθεο μητροπολίτης Καισαρείας [ΘΗΕ, 1968: 388].

Κατά την περίοδο 1704-7 διαμένει τον περισσότερο καιρό στην Κωνσταντινούπολη και μετά το θάνατο του Δοσίθεου στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1707, τον διαδέχεται στον πατριαρχικό θρόνο των Ιεροσολύμων ύστερα από ομόφωνη απόφαση της ενδημούσας συνόδου [Σάθας, 1868: 432]. Την εκλογή του ακολουθεί διετής σχεδόν περιοδεία του σε Βλαχία και Μολδαβία, όπου διενεργεί εράνους για την ενίσχυση του Παναγίου Τάφου κι επιθεωρεί τις περισσότερες από είκοσι μονές που είχαν παραχωρηθεί στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων.

Προς τα τέλη του 1708 φτάνει στην Παλαιστίνη και τον επόμενο χρόνο συγκαλεί τοπική σύνοδο για να διευθετήσει ζητήματα ιεραρχίας και τάξης στους κόλπους του πατριαρχείου. Από το 1710 έως το 1718 εμπλέκεται σε επίμονες διαπραγματεύσεις διεκδιδώντας για τους Ορθοδόξους τα ιερά προσκυνήματα των Ιεροσολύμων, που από το 1689 κατείχαν οι Καθολικοί. Με την παρέμβαση τρίτων (συγκεκριμένα του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Τολστόι και κυρίως του ηγεμόνα της Βλαχίας Α. Μαυροκορδάτου) επιτυγχάνει, τελικά, να αντιταχθεί στα γαλλικά σχέδια με την έκδοση ευνοϊκών για τους Ορθοδόξους σουλτανικών διαταγμάτων [ΘΗΕ, 1968: 388].

Από το 1720 και για τα επόμενα έξι χρόνια διενεργεί περιοδίες σε επαρχίες της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και την Παλαιστίνη συγκεντρώνοντας χρήματα για την κάλυψη των αναγκών της εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Το μεγαλύτερο μέρος των εισφορών δαπανά για την επισκευή του μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, που είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Παράλληλα συμβάλλει και στον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του μετοχίου με χειρόγραφους κώδικες, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τη δική του βιβλιοθήκη [ΕΕΕ, 1988: 477]. Θα συνεχίσει το φιλανθρωπικό του έργο στην Ορθόδοξη Ανατολική Επικράτεια έχοντας εξασφαλίσει συνδρομές πιστών και δωρεές αρχόντων μεταξύ των οποίων ο Ν. Μαυροκορδάτος και ο Γρ. Γκίκας. Χτίζει νοσοκομείο στα Ιεροσόλυμα, σχολείο και ξενώνα στην Ιόππη, επιδιορθώνει και κατασκευάζει ναούς και μοναστήρια, ενώ συστήνει και αστεροσκοπείο στο Γαλατά [Σάθας, 1868: 433].

Συμμετέχει ενεργά στη σύνοδο που συνήλθε το 1722 -ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1724 [ΕΕΕ, 1988: 477]- στην Κωνσταντινούπολη για να αντιμετωπίσει φαινόμενα προσυλητισμού κι αυθαιρεσίας των Λατίνων έναντι των Ορθοδόξων, και συντάσσει τα πρακτικά της [ΜΕΕ, 1926: 739]. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του για την προάσπιση των συμφερόντων των ομοδόξων του εντάσσεται και η καθαίρεση του λατινόφρονα πατριάρχη Αντιοχείας Σεραφείμ, την οποία εξέδωσε στη Σμύρνη το 1725. Για τον ίδιο σκοπό γράφει επιστολή προς τον πάπα Ιννοκέντιο τον ΙΓ΄ (1721-1724) καταγγέλοντας τη δράση των Λατίνων μοναχών στην Παλαιστίνη [ΜΕΕ, 1929: 739].

Το 1727 πραγματοποιεί νέα περιοδεία στη Μολδοβλαχία έως και το 1729, οπότε αρρωσταίνει. Πριν το θάνατό του θα ορίσει διάδοχό του τον τότε μητροπολίτη Καισαρείας, Μελέτιο τον εξ Αίνου. Θα πεθάνει, τελικά, μετά από δυόμισυ περίπου δεκαετίες ενεργού δράσης στον πατριαρχικό θρόνο των Ιεροσολύμων, στις 7 Φεβρουαρίου 1731 [ΕΕΕ, 1988: 477].

Ο Χρύσανθος Νοταράς υπήρξε πολυγραφότατος σε συγγράμματα γεωγραφικού, ιστορικού, μαθηματικού και κυρίως εκκλησιαστικού περιεχομένου. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής: Εισαγωγή εις τα Γεωγραφικά και Σφαιρικά (Παρίσι, 1716), Ιστορία και Περιγραφή της Αγίας Γης και της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ (Βενετία, 1728), Πίναξ Γεωγραφικός της τε πάλαι και νέας απάσης εγνωσμένης Γης (Παδοβα, 1700) κ.α. Άλλο γνωστό έργο του είναι το Κιταϊα δουλεύουσα, που εξιστορεί πολεμικά γεγονότα στην Κίνα. Το κείμενο αυτό συνέγραψε κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Μόσχα στηριζόμενος κυρίως σε πληροφορίες του Ρώσου Νικολάου Σπαθάρη Μιλέσκου, που εργαζόταν τότε στη διπλωματική υπηρεσία του Τσάρου [ΘΗΕ, 1968: 387]. Ακόμη, με δική του επιμέλεια προετοιμάστηκε κι ολοκληρώθηκε το έργο του θείου του Δοσιθέου Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων γνωστή και ως Δωδεκάβιβλος, το οποίο εκδόθηκε στο Βουκουρέστι από το 1715 έως το 1723 [ΕΕΕ, 1988: 477]. Από την συγγραφική παραγωγή του Χ. Νοταρά έχουν διασωθεί,επίσης, ανέκδοτα χειρόγραφα κείμενα και πλήθος επιστολών του. 

Εργογραφία


  • Περί ιεροσύνης λόγος εγκωμιαστικός, Βουκουρέστι, 1702
  • Συνταγμάτιον περί των οφφικίων, κληρικάτων και αρχοντικίων της του Χριστού Αγίας Εκκλησίας και της σημασίας αυτών...,Βουκουρέστι, 1715 και Βενετία, 1778
  • Εισαγωγή εις τα Γεωγραφικά και Σφαιρικά, Παρίσι, 1716
  • Διδασκαλία ωφέλιμος περί μετανοίας και εξομολογήσεως,1724
  • Ιστορία και περιγραφή της Αγίας Γης και της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, Βενετία, 1728
  • Εγχειρίδιον περί της κατ΄εξοχήν υπεροχής της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ και του Αγίου και Ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου...,Βουκουρέστι, 1728
  • Πίναξ Γεωγραφικός της τε πάλαι και νέας απάσης εγνωσμένης Γης, Πάδοβα, 1828
  • Αντίρρησις εις τα όσα κακώς και ψευδώς λέγονται εις το προσκυνητάριον του Αγίου Όρους Σινά, Βενετία, 1732
  • Κιταϊα δουλεύουσα, ήτοι βιβλίον περιέχον τον πόλεμον, όπου οι Τάταροι της Μπογδόας εσήκωσαν κατά των Σινών, δηλαδή Κιταϊτών... (εκδόθηκε από τον Εμίλ Λεγκράν στη σειρά Biblioteque Gregue Vulgaire III)
  • Ερμηνεία και καταγραφή του τεταρτημορίου της σφαίρας, (ανέκδοτο)
  • Προθεωρία εις τους νόμους, (ανέκδοτο)
  • Διήγησις της αλώσεως Τεμεσβαρίου υπό Τούρκων
  • Τύποι προσηγοριών ων χρώνται τανύν οι νεώτεροι Έλληνες (εκδόθηκε από τον Φαβρίκιο στην Ελληνική Βιβλιοθήκη, τόμος ΙΑ')
  •  Διασάφησις απλή και σύντομος εις τας παροιμίας του Σολομώντος, συλλεγείσα εκ διαφόρων ερμηνευτών παρά Χρυσάνθου ιεροδιακόνου Ιεροσολυμίτου
  • Έπη ηρωελεγεία εις Συρίγον και την Αντίρρησιν αυτού
Ε. ΑΜΥΓΔΑΛΑΚΗ 
Α. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ


 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


  • Αρχιμανδρίτης Κάλλιστος, (1959), ''Ο Πατριάρχης Χρύσανθος [1707-1731]'', Νέα Σιών, σελ.427-435 και 482-496.
  • [ΕΕΕ=] Eκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τόμος 9Β, Αθήνα 1988.
  • [ΗΘΕ=] Ηθική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα 1968, τόμος 12.
  • [ΜΕΕ=] Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 2η έκδοση, Αθήνα 1926.
  • Σάθας Κ., (1868), Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα.