ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

εφέλκυσις

η δύναμη με την οποία τα σώματα ή τα μόρια των σωμάτων κινούνται ή έχουν ροπή προς άληλα. Για πρώτη φορά αποδόθηκε τα σώματα από τον Κέπλερο, τη δέχτηκε ο Φρένικλος, ο Ροβερβάλος την ονόμασε έμφυτη δύναμη, ο Καρτέσιος την εξόρισε από τη φυσική έως ότου ο Νεύτων με ακριβείς παρατηρήσεις και όχι με τις υποθέσεις των συστημάτων την αναγνώρισε και τη συνόψισε τα συμπεράσματά του. Ο όρος χρησιμοποίηθηκε από αυτόν, όχι γιατί υπέθετε στα σώματα κάποια δύναμη —άλωστε η εφέλκυση είναι κάτι αόρι­στο και δεν σημαίνει ούτε είδος ούτε τρόπο ιδιαίτερης ενέργειας, ούτε φυσική αιτία ενέργειας, παρά ροπή φυσικής ή μεταφυσικής αιτίας— αλά για να παραστήσει το αποτέλεσμα, αγνοώντας την αιτία. Η εφέλκυση παρουσιάζεται με δύο μορφές στη φύση: ως βαρύτητα, που μελετάται από τη φυσική και ως συγένεια ή εφέλκυση των μορίων (attractionmoleculaire), που μελετάται από τη χημεία. (σημ.: έλξη.)

27-28