ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

πόρος

το κενό διάστημα που υπάρχει μεταξύ των υλικών μεριδίων από τα οποία το σώμα συγκροτείται. Όλα τα σώματα, πλην των ατόμων, έχουν πόρους και αυτό αποδεικνύεται από την πείρα και το λόγο.

38