ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

νίκελον (νίκολον)

μέταλο σκληρότατο, άσπρο, κοκκι­νωπό, ευάγωγο, που τήκεται δύσκολα. Όταν καεί σε ανοικτό αέρα οξειδώνεται σε πράσινο χρώμα. Βρέθηκε αρχικά το 1694, έγινε όμως γνωστό 1751-1755 από τον ορυκτολόγο Κραστέτο από τη Σουηκία (Σουηδία). Βρίσκεται στη Γερμανία, Γαλία κ.α. Είναι σχεδόν πάντοτε ενωμένο με αρσενικό, θείο, κοβάλτιο. Διαλύεται από το θειικό οξύ και νιτρικό οξύ. (σημ.: νικέλιο.)

258-259