ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

ανάλυσις

η εργασία με την οποία χωρίζουμε τα συστατι­κά μέρη ενός μεμιγμένου σώματος, το ένα από το άλο, δια χημικών μέσων.

131