ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

ανάλυσις

η μέθοδος που μας δίνει ιδέες ακριβείς και γνώσεις αληθι­νές. Οι γνώσεις μας προέρχονται από τις αισθήσεις. Όταν μπαίνουν με τάξη μέσα στο νου μας και διατηρούν εκεί την τάξη που τους δώσαμε, μπορούμε εύκολα να τις παραστήσουμε ξανά με την ίδια ευκρίνεια με την οποία τις αποκτήσαμε. Αν, αντί να τις αποκτήσουμε με τη μέθοδο αυτή, τις επισωρρεύωμε με τυχαίο τρόπο, αυτές θα βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση. Για να μιλήσουμε με έναν τρόπο που να κάνει τους άλους να μας καταλαβαίνουν, πρέπει να συλαμβάνουμε και να αποδίδουμε τις ιδέες μας με την αναλυτική τάξη, η οποία αποσυνθέτει και ξανασυνθέτει κάθε στοχασμό. Αυτή η τάξη είναι η μόνη που μπορεί να δώσει στις ιδέες μας όλη την καθαρότητα και ορθότητα που επιδέχονται. Για να καταλάβω π.χ. τι είναι μια μη­χανή, θα την αποσυνθέσω, για να σπουδάσω ξεχωριστά το κάθε μέρος της. Όταν θα έχω μία ακριβή ιδέα του κάθε μέρους και θα είμαι σε θέση να ξαναβάλω τα μέρη στην ιδία τάξη πού ήταν και πριν, τότε θα καταλάβω εντελώς τη μηχανή. Για να καταλάβουμε λοιπόν κάτι πρέπει να έχουμε ένα στοχασμό αποτελούμενο από τόσες ιδέες όσα είναι και τα μέρη του πράγματος, ιδέες που παριστάνουν το κάθε μέρος με ακρίβεια και διατίθενται με την ιδία τάξη. Έτσι ο στοχασμός μου προσφέ­ρει ιδέες ευκρινείς και αναλύεται μόνος του, είτε αποδίδοντας λόγο στον εαυτό μας είτε στους άλους. Η μέθοδος αυτή είναι γνωστή από όλον τον κόσμο. Κάθε ένας μπορεί να πεισθεί για την αλήθεια της, έως και αι παραμικραί ραπτισσαι την ηξεύ-ρουν. Αλήθεια πρακτική και γνωστή και εις τους βαναυσοτέρους τεχνήτας. Δι’ αυτής σχηματίζεται και γίνεται ο ορθός νους. Αι αχρείαι μέθοδοι κάμνουν τους ψευδονόας. Αυτοί επαγέλονται πολήν μέθοδον και δεν συλογίζονται παρά χειρότερα. Η αι­τία είναι, επειδή όταν μία μέθοδος δεν είναι καλή, όσον περισσότερον την ακολουθεί τινάς, τόσον περισσότερον πλανάται. Παίρνει αρχάς, εννοίας αορίστους, λέξεις κενάς από νόημα, κάμνει εις τον εαυτόν του μίαν επιστημοποιόν διάλεκτον εις την οποίαν νομίζει ότι βλέπει την σαφήνειαν, και μ’ όλον τούτο δεν ηξεύρει την αλήθεια μήτε εκείνο οπού βλέπει, μήτε εκείνο οπού στοχάζεται, μήτε εκείνο που λέγει. Δεν θα είναι τινάς ικανός να αναλύσει τους στοχασμούς του, ειμή μόνον όσον αυτοί οι ίδιοι είναι έρ­γον της αναλύσεως. Η ανάλυση είναι η απλούστερη, φυσικότερη και βραχύτερη οδός. Αυτή έκανε όλες τις ευρέσεις και δι’ αυτής θα ξαναεύρωμεν κάθε τι οπού είχαν εύρει και εκείνο που ονομάζουν εφευρετική μέθοδον δεν είναι άλο παρά η ανάλυσις. Η ψυ­χή είναι η μόνη που γνωρίζει, επειδή αυτή μόνη είναι που αισθάνεται και δεν ανήκει, παρά σ’ αυτή να κάνει την ανάλυση κάθε πράγματος που της είναι γνωστό δια του αισθήματος. Κάθε τι μας προσκαλεί να κάνουμε την ανάλυση της αισθητικής μας δυνάμεως. Αυτό ολοκληρώνεται με τη μελέτη της προσοχής, της συγκρίσεως, της κρίσεως, της σκέψεως, της φαντασίας, του συλογισμού ή διανοητικού, του νου. Δεν ζητείται λοιπόν να φαντασθούμε εμείς οι ίδιοι ένα σύστημα για να ξέρουμε πώς να αποκτήσουμε γνώσεις. Η φύση αυτή η ίδια το δημιούργησε και δεν μας μένει παρά να παρατηρήσουμε εκείνο που αυτή μας μαθαίνει. Για να σπουδάσουμε τη φύση, πρέπει να παρατηρήσουμε στα παιδιά τις πρώτες αναπτύξεις των δυνάμεών τους ή να ανακαλέσουμε στον εαυτό μας εκείνο που συνέβη σε μας τους ίδιος. Και το ένα και το άλο είναι δύσκολο και συχνά υπάρχει κίνδυνος να οδηγηθούμε σε υποθέσεις. Γιατί πολές γνώσεις λησμονήσαμε πώς τις αποκτήσαμε και οι πολυθρύ­λητες έμφυτες ιδέες δεν είναι παρά άτοπες υποθέσεις, επειδή αν αναλύσει κανείς τις γνώσεις και δεν προσδιορίσει όλες όσες έχουν αποκτηθεί, δεν μπορεί να κάνει την ανάλυση. Και οι υποθέσεις φαίνονται χωρίς θεμέλιο είτε απαιτούν να μπει κανείς σε θέσεις στις οποίες δεν μπορεί να μπει όλος ο κόσμος. Αρκεί να παρατηρήσει επομένως κανείς ότι τα παιδιά αποκτούν αληθινές γνώσεις μόνο όταν παρατηρούν πράγματα σχετικά με τις γνώσεις και τις ανάγκες τους και δεν απατώνται ή αν απατώνται ειδοποιούνται ευθύς για τις απάτες τους.

19-20, 32-38, 74-83