Λεξικόν
αποδίδεται στον Κύναιο και Μου-σχεμβροέκιο, που το κοινοποίησε στον Ρεώμυρο. Ο ευρετής θέλησε να ηλεκτρίσει ύδωρ περιεχόμενο στο γυάλινο αγείο. Κρατώντας το αγείο αυτό με το ένα μόνο χέρι από κάτω και βάζοντας το άλο χέρι του στο ύδωρ αισθάνθηκε ένα μεγάλο τίναγμα του σώματος. Έτσι επινοήθηκε η λουγδουνική —καθοπλισμένη— λάγηνος, ένα γυάλινο δοχείο, καλυμμένο εξωτερικά και εσωτερικά με φύλα κασσιτέρου, όχι όμως ως το λαιμό. Το στόμιό της σκεπάζεται με φελό, μέσω του οποίου περνά ράβδος που επικοινωνεί εσωτερικά με το μέταλο. Το εξωτερικό της μέρος τελειώνει σε σφαιρίδιο από το ίδιο μέταλο. Γεμίζει η λάγηνος και την κρατάμε από κάτω με το ένα χέρι. Πλησιάζουμε το σφαιρίδιό της στον ηλεκτριζόμενο αγωγό της ηλεκτρικής μηχανής. Αν τραβήξουμε τη λάγηνο και την αγίξουμε με το άλο χέρι ή με σώμα αγωγό ή με ράβδο, θα αισθανθούμε τίναγμα στους βραχίονες και κυρίως στις αρθρώσεις. Αν σχηματιστεί χορεία πολών ανθρώπων, που κρατούν μεταξύ τους τα χέρια και ο πρώτος κρατήσει τη λάγηνο γεμάτη, ο δε τελευταίος αγίξει το σφαιρίδιο, όλη η χορεία θα δοκιμάσει τον τιναγμό από τον ηλεκτρισμό.