ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

αλευρόγαια (η)

απλή γη, διεσπαρμένη στη φύση, ενωμένη με άλες ουσίες και κυρίως με θειικό οξύ. Παλαιότερα οι χημικοί την ταύτιζαν με την τίτανο. Από την ένωση αυτή δημιουργείται το κοινώς λεγόμενο άλας του έψομ, η θειική αλευρόγαια. Όταν είναι λευκή και καθαρή, είναι απαλή και χωρίς γεύση, πρασινίζει λίγο τη βαφή των ινών και του ηλιοτροπίου. Όταν μείνει πολύ στον ανοι­κτό αέρα απορροφά ανθρακικό οξύ και προξενεί έκζεση με τα οξέα. Χρησιμοποιείται στην ιατρική, ως απορροφητική των οξέων του στομάχου και ως καθάρσιο για τα βρέφη. Η μέτρια οξύτητά της στους γαστρικούς χυμούς προκαλεί χώνευση, αλά η κατάχρησή της βλάπτει. Οι Άγλοι γιατροί την ενώνουν με ιατρικές βαφές. (σημ.: μαγνήσιο.)

199-200