ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

θερμαντικόν συντεθειμένον (χημικόν)

μη αισθητό συστατικό μέρος των σωμάτων, όπως συμβαίνει και με τα άλα μέρη τους και υπόκειται στη συγέ-νεια της συνθέσεως, συντίθεται δηλαδή χημικώς με τα σώματα. Όταν το σώμα με-τασυντεθεί, διότι μεταβάλεται η συγένεια του θερμαντικού και η χωρητικότητά του, το θερμαντικό μένει ελεύθερο και γίνεται αισθητό. Όταν το σώμα αναλυθεί και το θερμαντικό ελευθερωθεί, μέρος αυτού μένει ενωμένο με τα μόρια του σώματος.

52-53