ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

βάσεις οξύσιμοι

τα σώματα που μπορούν να απορρο­φήσουν κάποια ποσότητα οξυγόνου και να μεταβληθούν σε οξέα. Τα ονόματα των οξέων λαμβάνονται από τις βάσεις, όταν είναι απλές, ενώ όταν η βάση είναι άγνωστη, το οξύ λαμβάνει την ονομασία του από την ουσία εκείνη στην οποία βρίσκεται σε αφθονία. Έτσι γίνεται λόγος για ηλεκτρικό οξύ, γιατί βρίσκεται πολύ από αυτό στο ήλεκτρο, στο κηκιδικό οξύ, στο ταρταρώδες οξύ κ.α. Κατά την νεό­τερη ονοματολογία, όσα οξέα είναι αδύνατα, έχοντας λίγο οξυγόνο, έχουν την κα-ταλήξη -ώδες. Π.χ. θειώδες, νιτρώδες, φωσφορώδες οξύ. Όταν το οξύ είναι τέλειο, έχει όμως και κάποια περισσότερη ποσότητα οξυγόνου από τα οξέα που λήγουν σε -ικόν, λήγει σε -ικόν οξυγονωμένον. Υπάρχουν βάσεις δεκτικές ενός μόνου βαθμού οξύνσεως, δύο, τριών, τεσσάρων και το σώμα γίνεται οξείδιον, οξύ εις -ώδες, οξύ εις -κόν, υπεροξυγονωμένον ή υπεροξύ. (σημ.: αμέταλον.)

126-127