Λεξικόν
ορθόν ημίτονον
η κάθετη γραμμή που άγεται από το άκρο ενός τόξου στην ημιδιάμετρο η οποία περνά από την άλη άκρη του ιδίου τόξου. Αυτό ονομάζεται και απλώς ημίτονον του τόξου ή ημίτονον της γωνίας η οποία βαίνει (μετρείται ) στο ίδιο τόξο.
26