×

Ειδοποίηση

Δεν σας επιτρέπεται να τροποποιήσετε αρχεία
ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

σελήνη

ο Αναξίμανδρος θεωρούσε τη σελήνη πλήρη πυρός, ο Ξενοφάνης νέφος που έχει συσταλεί, οι Στωικοί μικτή από πυρ και αέρα, ο Πλά­των αποτελούμενη κυρίως από πυρώδη ύλη, ο Δημόκριτος στερέωμα διάπυρον, Πυθαγόρας σώμα πυροειδές, που για το λόγο αυτό φωτίζει μόνο του, πράγμα που ισχυρίστηκε και ο Αναξίμανδρος, αν και θεωρούσε ότι η σελήνη έχει αραιό φως. Είναι όμως κοινή η άποψη των φιλοσόφων και των αστρονόμων ότι η σελήνη είναι σώμα στερεό και σκληρό, όχι αυτόφωτο αλά ανταυγαστικό του φωτός του ηλίου, όπως κατά τον Τύχωνα αποδεικνύουν οι σεληναίες εκλείψεις. Τραχύ το σώμα της σελήνης και ανώμαλο, έχοντας πολά μέρη εξέχοντα σαν σκοπέλους και όρη και άλα χαμηλότερα σαν κοιλάδες. Το αποδεικνύει αυτό σαφέστατα το οδοντοειδές σχήμα της διαχωριστικής γραμμής φωτός και σκιάς, που με τα τηλεσκόπια αντι-λαβανόμαστε, όταν η σελήνη είναι μισή ή έχει σχήμα κερατοειδές. Στην επιφάνεια της σελήνης υπάρχουν κηλίδες, οι οποίες απορροφούν το φως και δεν το αφήνουν να φτάσει σε μας. Υπάρχουν επίσης λόφοι και βουνά από τα οποία το φως φτάνει σε μας ζωηρότερο και αειθαλέστερο. Τα σεληναία όρη θεωρούνται υψηλότερα από αυτά της γης. Ο Γαλιλαίος και με αυτόν και Κεπλέρος προσδιόριζαν το ύψος των σεληναίων ορέων ίσο με 4 ιταλικά μιλιάρια. Το πρόσωπο της σελήνης, όπως φαίνε­ται με τα ακριβέστατα τηλεσκόπια, παρέστησαν σε μας με ακρίβεια οι Λάγρενος, Εβέλιος, Ρικκιόλος και Κασσίνος. Ο Ουόλφιος, θέλοντας να δείξει ότι η ατμόσφαι­ρα της σελήνης είναι παραπλήσια με αυτή της γη, ισχυρίζεται ότι αυτή περιζώνεται με ατμόσφαιρα βαριά και ελαστική, στην οποία ανεβαίνουν αναθυμιάσεις και άλες εξατμίσεις και από εκεί με τη μορφή δροσιάς ή βροχής πάλι σ’ αυτή κατέρχονται. Για το λόγο αυτό θεώρησαν ότι δημιουργούνται στη σελήνη αστραπές, πριν τον Ουόλφιο, οι Μοεστλίνος, Γαλιλαίος, Λογομοντάνος, Κέπλερος και άλοι. Πολοί από τους αρχαίους φιλοσόφους θεώρησαν ότι η σελήνη ήταν παραπλήσια με την οικουμένη της γης, με όρη, κοιλάδες, λόφους, θάλασσες, ποταμούς, φυτά και ζώα και ανθρώπους. Τη σελήνη οι φυσικοί ονόμασαν γην αιθερίαν και τους κατοίκους της λαούς σεληναίους, κατά τον Μακρόβιο στο έργο Ενύπνιον Σκιπίωνος. Ακόμη και οι Πυθαγορικοί, αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, θεώρησαν τη σελήνη γεώδη, ενώ ο Ξενοφάνης, κατά τον Κικέρωνα, θεωρούσε ότι στη σελήνη υπάρχουν πολά όρη και πόλεις. Την άποψη αυτή ανήγειραν από την τέφρα πολοί των νεωτέρων και μάλιστα από την εποχή που επικράτησε το σύστημα του Κοπερνίκου, οπότε άρχισαν να θεωρούν τη γη πλανήτη και να φαντάζονται ότι η ζωή στη σελήνη είναι ανάλογη με αυτή στη γη, άποψη του Ουολφίου, οποίος ακολουθεί τον Ουγένιο, απόψεις ωστόσο που δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν και δεν περιλαμβάνονται στα ιερά γράμματα. Παρατηρούνται φάσεις της σελήνης, δηλαδή μεταβολές της όψης της, κατά τις οποίες αυτή άλοτε φαίνεται κερατοειδής, άλοτε διχοτόμος (μισή), αμφίκυρτος, πλησιφαής (πανσέληνος) και πάλι αμφίκυρτος και διχοτόμος και κε­ρατοειδής, καταλήγοντας σε μηνίσκο, όπως ακριβώς ξεκίνησε. Όταν η σελήνη βρί-κεται στην ίδια ευθεία με τη γη και τον ήλιο, καλείται νέα, νουμηνία, διψώσα και σιγώσα. Την εβδόμη σχεδόν ημέρα από τη συζυγία, στρέφει προς εμάς το ήμισυ του φωτισμένου ημισφαιρίου της, απέχουσα ένα τεταρτημόριο από τον ήλιο και τότε καλείται διχοτόμος και ημιφαής. Λέγεται πλησιφαής και πανσέληνος, όταν βρίσκε­ται αντιδιαμετρικά από τον ήλιο. Ο χρόνος από την πρώτη μέχρι και την τελευταία φάση της σελήνης λέγεται εμμήνιος. Η σελήνη ονομάζεται αύξουσα από την φάση της συζυγίας μέχρι αυτή της πανσελήνου, φθίνουσα και γηράσκουσα από τη φάση της πανσελήνου μέχρι την τελευταία φάση. Όπως του ηλίου, έτσι και της σελήνης υπάρχουν κινήσεις: η ημερησία, από ανατολών προς δυσμάς, διαγράφοντας τροχιά γύρω από τη γη, η περιοδική κατά την οποία μεταβαίνει από ένα σημείο του ζωδια­κού προς ανατολάς και πάλι σε αυτό καταλήγει, κίνηση που η σελήνη καλύπτει σε διάστημα 27 ωρών, 7 εξηκοστών, 43 δευτέρων και η κατά περιστρόμβησιν, γύρω από τον άξονά της, η οποία καλείται σταθμική. Αυτή πρώτος τη σημείωσε ο Γα-λιαλίος και την επιβεβαίωσαν με μακροχρόνιες παρατηρήσεις οι Λάγρενος και Γασσένδος, ενώ με πολύ προσοχή χρησιμοποίησε ο Εβέλιος.

83-94