ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

ον

κατά τον Αριστοτοτέλη, ον καθ’ εαυτό είναι αυτό το οποίο δεν έχει την ύπαρξή του σε κάτι άλο. Ον κατά συμβεβηκός λέγεται αυτό που οφείλει σε κάτι άλο την ύπαρξή του. Ον δυνάμει είναι αυτό το οποίο μπορεί να μετατραπεί σε εντελέχεια. Ον εντελεχεία λέγεται το ενεργεία ον. Κατά το Γεράσιμο (Βλάχο) πραγματικό ον είναι αυτό το οποίο έχει ύπαρξη χωρίς εργασία του νου. Ον διανοίας λέγεται αυτό το οποίο αποκτά ύπαρξη διά μέσου της εργασίας του νου. Φυσικό το εκ μέρους της φύσεως υπάρχον. Τεχνητό το δια της τέχνης δημιουργημένο. Ουσι­ώδες, το καθ’ αυτό συνιστάμενο, που δεν χρειάζεται για τη σύστασή του κάτι άλο, ενώ το ίδιο είναι συστατικό των άλων. Επουσιώδες, αυτό που μέσω άλου αποκτά την ύπαρξη. Υλικό λέγεται αυτό το οποίο πάντοτε υποπίπτει στις αισθήσεις. Άϋλο αυτό που έχει πνευματική ύπαρξη. Αισθητό αυτό που έχει την ύπαρξή του στις αισθήσεις. Νοητό το υφιστάμενο στο νου. Τέλειο το άρτιο και πλήρες. Ατελές το μερικό. Άπειρο το αόριστο, πεπερασμένο αυτό που μπορεί να οριστεί. Απόλυτο αυτό που δεν συσχετίζεται προς κάποιο άλο. Σχετικό, αυτό που συσχετίζεται προς κάτι άλο. Αναγκαίο το μη δυνάμενο να είναι διαφορετικό. Ενδεχόμενο αυτό το οποίο μπορεί να είναι άλοτε έτσι και άλοτε αλιώς. Αδύνατο αυτό το οποίο δεν μπορεί να γίνει.

57-59