Λεξικόν
σύνθετο όργανο του ανθρωπίνου σώματος που διαιρείται σε δύο μέρη. Το ένα κατέχει το πρόσθιο μέρος του κρανίου και ονομάζεται μεγάλος εγκέφαλος, το άλο το πίσω μέρος του κρανίου και ονομάζεται μικρός εγκέφαλος. Στον μεγάλο εγκέφαλο παρατηρούνται δύο είδη ουσιών, μια εξωτερική και μια εσωτερική. Η εξωτερική είναι μαλακή, αδενοειδής, σταχτόχρους και δέχεται τους τριχοειδείς κλώνους των φλεβών και αρτηριών, που ανήκουν στον εγκέφαλο, ενώ από τους μικρούς ωοειδείς αδένες εκφύονται πλήθος ινών, που ενωμένες μαζί σχηματίζουν τη μυελώδη ουσία του εσωτερικού μέρους του μεγάλου και μικρού εγκεφάλου, η οποία εξερχόμενη από το κρανίο συνθέτει τα νεύρα και το μυελό του ραχοκοκκάλου. Ο εγκέφαλος αντλεί από το αίμα που μεταφέρεται εδώ τα λεπτότερα και αιθεριοδέστερα μέρη, που ονομάζονται ζωτικά πνεύματα, δια μέσου των αδένων που βρίσκονται στο εξωτερικό μέρος. Αυτά τα ζωτικά πνεύματα εξερχόμενα από τους αδένες και δια των ινών της μυελώδους ουσίας, διερχόμενα δια των νεύρων, που συντίθενται από αυτές τις ίνες, προς όλα τα μέρη του σώματος, παράγουν τη δύναμη του αισθάνεσθαι.