ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

στυπτηρία

είδος άλατος, που ονομάζεται έτσι λόγω της στυφότητας της. Χρησιμοποιείται από τους γιατρούς και τους βαφείς, διότι βο­ηθά στη σταθερή διατήρηση των χρωμάτων των βαφών. Διακρίνεται η στυπτη­ρία στην: α) πτιλώδη ή αμίαντον, που διασχίζεται σε νημάτια και διατηρείται στη φωτιά, β) εύσχιστο επιμηκεστέρα και λεπιδοειδή ή Talcum/Lapidemspecularemστυπτηρία την από των κρημνών. Το σχήμα των μορίων της στυπτηρίας είναι

οκτάεδρον.

274-275