ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

ποσότης μονώνυμος (μονομερής)

η μοναδικώς κειμένη (απομο­νωμένη) ποσότητα, που δεν σχετίζεται με άλες ποσότητες με τα σημεία +, -). Π.χ μονώνυμες ποσότητες είναι οι αβ, αβγ. Η μονώνυμη ποσότητα καλείται και απλή.

20