Λεξικόν
παρεγχώρησις
η πράξη παρείσδυσης - μεσολάβησης μεταξύ δύο εταίρων, του επιφέροντος (τελευταίου κατόχου της συναλαγματικής) και του πληρωτού. Όταν ο επιφέρων καταμαρτυρεί και δεν αποδέχεται τη συναλλαγματική, μπορεί να τη δεχτεί τρίτος, ο οποίος παρεγχωρεί, δηλαδή παρεμβαίνει για λογαριασμό του δικαιούχου. Η παρεγχώρηση σημειώνεται στο καταμαρτυρι-κόν. Ο όρος είναι απόδοση του intervention που σημαίνει παρέμβαση από το λα-τινογαλικό intervenire.
44