Βιογραφίες

Κούμας Κωνσταντίνος [1777, Λάρισα - 1836, Τεργέστη]

Λόγιος, δάσκαλος και συγγραφέας, με αξιόλογη πανεπιστημιακή μόρφωση και αναμορφωτική δράση στα εκπαιδευτικά πράγματα, εμπνεόμενη από τα ιδεώδη του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Οπαδός του Κοραή με σημαντική φιλοσοφική κατάρτιση, ήρθε σε σύγκρουση με την κατεστημένη εκκλησιαστική αντίληψη στο χώρο της παιδείας προωθώντας αλλαγές προς ένα 'θετικού' τύπου εκπαιδευτικό πρότυπο.

Γιος του γουναρά Μιχαήλ και της Αβραμίκης μεγάλωσε στη Λάρισα σε μια σχετικά εύπορη οικογένεια. Το 1787 μετακομίζουν στον Τύρναβο, όπου θα παρακολουθήσει για πρώτη φορά μαθήματα στο σχολείο που διευθύνει ο οικονόμος της εκκλησίας του Τυρνάβου Ιωάννη Πέζαρος [Χατζηγιάννης, 1959: 294]. Αποφοιτώντας στα 19 του χρόνια έχει διδαχθεί αρχαίους Έλληνες κλασικούς και βασικές αρχές της φιλοσοφίας από κοινού με μαθηματικά και φυσική, στα οποία φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερη κλίση [Αναστασιάδης, 1980: 12].

Κατόπιν θα επιστρέψει στην πατρίδα του και θα αποδεχθεί την πρόταση του Λαρισινού δεσπότη Διονύσιου Καλιάρχη, να υπηρετήσει σε μια φαναριώτικη αυλή των Παρίστριων Ηγεμονιών [Χατζηγιάννης, 1959: 294]. Όντας μη ικανοποιημένος από την εκεί παραμονή του στην οικογένεια των Υψηλάντηδων, αποφασίζει πολύ γρήγορα να επιστρέψει στη Λάρισα, όπου θα ικανοποιήσει την μύχια επιθυμία του για διδασκαλία [Αναστασιάδης, 1980: 15]. Σημαντική για την άσκηση των διδακτικών του καθηκόντων στάθηκε μια προηγούμενη εξοικείωση του με την άλγεβρα, την οποία απέκτησε κατά την διάρκεια της μαθητείας του  κοντά στον Κεφαλλονίτη γιατρό Σπυρίδωνα Ασάνη στα Αμπελάκια [Χατζηγιάννης, 1959: 294]. Έτσι, στις αρχές του 1797 αναλαμβάνει να διδάξει στη σχολή της Λάρισας. Τον Οκτώβρη του επόμενου χρόνου παντρεύεται τη γυναικαδελφή του διδασκάλου του Πέζαρου και κάτω από την πίεση οικονομικών προβλημάτων αποχωρεί για το σχολείο της Τσαριτσάνης. Εκεί διδάσκει ελληνικά και επιστημονικά μαθήματα στην απλοελληνική κατά τα πρότυπα των δημοτικιστών και εισάγει ως νέο μάθημα την άλγεβρα. Παράλληλα με τις διδακτικές του υποχρεώσεις δεν παύει να κηρύττει το λόγο του Ευαγγελίου από τον άμβωνα. Στα 1799 ο Κούμας αποκτά μια κόρη χάνει, όμως, την γυναίκα του. Βαθύτατα λυπημένος καταφεύγει στα Αμπελάκια, όπου ασχολείται από κοινού με τον Ασάνη με την μετάφραση του έργου του Abbe de la Caille  Περί κωνικών τομών. Το κείμενο θα τυπωθεί στη Βιέννη το 1803 [Χατζηγιάννης, 1959: 295].

Πριν τα τέλη του 1803 θα ακολουθήσει τον Άνθιμο Γαζή στη Βιέννη  μετά από πρόσκληση του τελευταίου για συνεργασία πάνω στη σύνταξη και έκδοση ελληνικού λεξικού. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν κατέστη δυνατό όταν ο Α. Γαζής δεν τόλμησε τελικά να υλοποιήσει το εγχείρημά τους [Χατζηγιάννης, 1959: 295]. Έτσι, ο Κούμας παρέμεινε στη Βιέννη ως οικοδιδάσκαλος στο σπίτι του Στέφανου Μόσχου και παράλληλα σπούδαζε στο τοπικό πανεπιστήμιο καθαρά και εφαρμοσμένα μαθηματικά [Αναστασιάδης, 1980: 18]. Εκείνη την περίοδο θα ασχοληθεί με μεταφράσεις έργων από τα γαλλικά στα αρχαία ελληνικά, τη γλώσσα που θεωρούσε ότι αρμόζει στη συγγραφή των μαθηματικών επιστημών.

Το 1807 υπήρξε για τον Κούμα μια δύσκολη χρονιά, καθώς μετά τον θάνατο του πατέρα του περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση. Απαντώντας σε πρόσκληση των κατοίκων της Σμύρνης φτάνει τον Ιούνιο του 1809 με την οικογένειά του στην πόλη για να συνεργαστεί με τον Κωνσταντίνο Οικονόμου στη νέα Δημόσια Σχολή που είχε ιδρυθεί στην πόλη [Χατζηγιάννης, 1959: 296 και Αναστασιάδης, 1980: 30]. Εκεί θα διδάξει μαθηματικά, φιλοσοφία, πειραματική φυσική, γεωγραφία και ηθική, ενώ θα οργανώσει φυσικά και χημικά πειράματα εξοπλίζοντας τη σχολή με τα αντίστοιχα όργανα. Η διδασκαλία των θετικών επιστημών, που στηρίζεται σε νεωτεριστικές βάσεις, εκτοπίζει την μέχρι τότε επικρατούσα εκκλησιαστική παιδεία [Αναστασιάδης, 1980: 30-31]. Αυτό προκαλεί την αντίδραση της παλιάς Ευαγγελικής Σχολής και του ανώτερου κλήρου με αποτέλεσμα να κλείσει η σχολή μετά από ένα χρόνο λειτουργίας. Ο Κούμας, όμως, είναι αποφασισμένος να συνεχίσει το έργο του και έπειτα από την συμπαράσταση του Κοραή επιτυγχάνει την επαναλειτουργία της με την ευθύνη εύρεσης των απαιτούμενων οικονομικών πόρων. Καλύπτει τα έξοδα λειτουργίας της σχολής -η οποία την 1η Σεπτεμβρίου 1810 μετονομάζεται σε Φιλολογικό Γυμνάσιο- διεξάγοντας εράνους μεταξύ των ομογενών [Χατζηγιάννης, 1959: 296]. Η περίοδος που ακολουθεί αυξάνει το κύρος και την αίγλη του Γυμνασίου, που ακολουθώντας το πρότυπο των σύγχρονών του ευρωπαϊκών σχολείων γίνεται ευρύτατα γνωστό εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου.

Το 1813 έπειτα από επίμονη πρόσκληση του Οικονομικού Πατριάρχη Κυρίλλου και της Συνόδου, ο Κούμας αποδέχεται τη σχολαρχεία του Κουροτσεσμείου σχολείου, όπου παραμένει για ένα μόνο χρόνο [Χατζηγιάννης, 1959: 297]. Όταν το 1815 παντρεύεται η κόρη του στην Σμύρνη, ο Κούμας θα επιστρέψει στο Φιλολογικό Γυμνάσιο για να διδάξει για δύο περίπου χρόνια. Αυτή την περίοδο το Γυμνάσιο θα γνωρίσει την μεγαλύτερη ακμή του. Σαράντα ετών πλέον ο Έλληνας λόγιος θα μεταβεί στη Βιέννη τον Οκτώβριο του 1817  για να ασχοληθεί με την έκδοση συγγραμμάτων και να εμπλουτίσει το γνωστικό του πεδίο [Χατζηγιάννης, 1959: 297]. Έτσι, θα περιηγηθεί στα Πανεπιστήμια της Γερμανίας και θα γνωρίσει μεγάλα ονόματα συγχρόνων του λογίων, όπως οι Βολφ, Κρουγκ, Σέλλινγκ, Κρούτσερ. Το πανεπιστήμιο της Λειψίας τον ανακηρύσσει διδάκτορα της Φιλοσοφίας και των Καλών Τεχνών αποστέλλοντάς του το αντίστοιχο δίπλωμα στις αρχές του 1820, ενώ η Βασιλική Ακαδημία του Βερολίνου κι εκείνη του Μονάχου με την σειρά της, τον αναγνωρίζουν ως επίτιμο μέλος τους [Χατζηγιάννης, 1959: 298 και Αναστασιάδης, 1980: 51].

Έπειτα από αυτή την ιδιαίτερα ωφέλιμη για την πνευματική του κατάρτιση διετή περιπλάνηση, θα πάρει το δρόμο της επιστροφής για την Σμύρνη έχοντας στο ενεργητικό του ένα πλούσιο μεταφραστικό και εκδοτικό έργο. Η σχολή της Σμύρνης, όμως, έχει κλείσει και ο Κούμας αρνείται την πρόταση για τη διεύθυνση της Ευαγγελικής Σχολής. Κατά την διάρκεια της εκεί διαμονής του καταπιάνεται με την μετάφραση του Ελληνογερμανικού λεξικού του Ρεϊμέρου, εργασία που αναγκάζεται να διακόψει με την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης [Χατζηγιάννης, 1959: 298]. Ολόκληρη η περιουσία του συμπεριλαμβανομένης και της αξιόλογης βιβλιοθήκης του, δημεύονται και ο ίδιος διαφεύγει με αυστριακό πλοίο στην Τεργέστη. Από εκεί θα μεταβεί στη Βιέννη όπου και θα συλληφθεί από την αυστριακή αστυνομία του Μέττερνιχ με την κατηγορία της συμμετοχής σε συνομωσία, γρήγορα, όμως, θα αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους.

Στη Βιέννη θα ολοκληρώσει τη σύνταξη του λεξικού του -του μοναδικού του έργου που κατάφερε να διασώσει- και κατόπιν θα προβεί στην έκδοσή του, ενώ αμέσως μετά θα ασχοληθεί με τη συγγραφή του Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1831 [Χατζηγιάννης, 1959: 298]. Το έργο αυτό που εξέδωσε τον ίδιο χρόνο σε 12 τόμους αποτελεί το σημαντικότερο πνευματικό του δημιούργημα. Στο διάστημα μέχρι το 1836 ο Κούμας αρνείται δυο φορές την ανάληψη καθηκόντων σχετικών με τα εκπαιδευτικά δρώμενα στον ελλαδικό χώρο λόγω και της εύθραυστης υγείας του, και μεταβαίνει στην Τεργέστη, όπου πεθαίνει τελικά από χολέρα.

Η πνευματική παραγωγή του Κούμα περιλάμβανε πρωτότυπη συγγραφή, μεταφράσεις και σχολιασμό κειμένων. Το σύνολο έργο του διακατεχόταν από βασικές αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, όπου ο ορθός λόγος διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο, ενώ ο φιλοσοφικός του στοχασμός παρουσίαζε σαφή την επίδραση του γερμανικού πνεύματος και ιδιαίτερα του I. Kant.

Αναφορικά με την γλωσσική του επιλογή παραμένει ''ο πιστότερος και συνεπέστερος οπαδός του Κοραή'', αντίπαλος της αρχαΐζουσας, την οποία θεωρεί ως τροχοπέδη στην διαφωτιστικού χαρακτήρα προσπάθεια για την πρόοδο της ελληνόφωνης εκπαίδευσης. Ο Κούμας πίστευε στον κοινωνικό χαρακτήρα της παιδείας και θεωρούσε πως στην επίτευξη αυτού του στόχου συντελεί κατά αποφασιστικό τρόπο η διδασκαλία σε μια γλώσσα περισσότερο οικεία [Χατζηγιάννης, 1959: 299-300]. 
  
 

Εργογραφία



[Ο κατάλογος των έργων του Κ. Κούμα παρατίθεται στο βιβλίο του Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, Κοραής-Κούμας-Κάλβος, Αθήνα 1967, σελ.165-166.]

  • Σειράς στοιχειώδους των μαθηματικών και φυσικών πραγματειών, τόμοι 8, Βιέννη 1807.
  • Χημείας επιτομή, τόμοι 2, Βιέννη 1808.
  • Σύνοψις Φυσικής, Βιέννη 1812.
  • «Διατριβή εις κατηγορίας τινάς της του Δούκα Αργούς», Ερμής ο Λόγιος, 18, (1813).
  • Βειλάνδου Αγάθων, τόμοι 3, Βιέννη 1814.
  • Ιστορική χρονολογία, Βιέννη 1818.
  • Σύνοψις της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Βιέννη 1818.
  • Σύνταγμα Φιλοσοφίας, τόμοι 4, Βιέννη 1818-1820.
  • «Παιδαγωγία. Περί παιδείας και σχολείων», Ερμής ο Λόγιος (1819)
  • Σύνοψις Επιστημών δια τους πρωτοπείρους περιέχουσα Αριθμητικήν, Γεωμετρίαν, νέαν Γεωγραφίαν, Αστρονομίαν, Λογικήν και Ηθικήν, Βιέννη 1819.
  • Σύνοψις της παλαιάς Γεωγραφίας, Βιέννη 1819.
  • Λεξικόν δια τους μελετώντας τα των παλαιών Ελλήνων συγγράμματα, κατά το Ελληνογερμανικόν του Ρεϊμέρου, τόμοι 2, Βιέννη 1826.
  • Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων εως των ημερών μας, τόμοι 12, Βιέννη 1830-1832.
  • Γραμματική δια σχολεία, Βιέννη 1833.
  • Γεωγραφία, τόμοι 5, Βιέννη 1838-1840.
  • Αι δύο προς την Μεγάλην Εκκλησίαν Απολογίαι του αοιδίμου Κ.Οικονόμου και έτεραι τινές επιστολαί αυτού ανέκδοτοι, Ερμούπολη Σύρου 1861.
Ε. ΑΜΥΓΔΑΛΑΚΗ 
Α. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ


 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


    • Αναστασιάδης Μιχ. Αθ., (1980),''Ένας καινοτόμος φυσικός του ελληνικού Διαφωτισμού. Κωνσταντίνος Μιχαήλ Κούμας'',Μικρασιατικά Χρονικά 17, σελ.9-56.
    • Αντωνίου Δαυίδ, (1991), ''Αναζητώντας καθηγητές για το πανεπιστήμιο: η περίπτωση του Κωνσταντίνου Κούμα'', Μνήμων 13, σελ 279-296.
    • Ενεπεκίδης Π., (1967), Κοραής - Κούμας - Κάλβος, Αθήνα.
    • Καράς Γ., (1977), Θεόφιλος Καΐρης – Κων/νος Μ. Κούμας. Δύο πρωτοπόροι δάσκαλοι του Γένους, Αθήνα.
    • Χατζηγιάννης Δ., (1959), ''Θεσσαλοί λόγιοι'', Θεσσαλικά Χρονικά 7-8, σελ.287-305.