Λεξικόν
μεσέγυον (σεκουέστρον)
η παρακαταθήκη ενός πράγματος, που γίνεται από ένα ή πολούς ανθρώπους, το οποίο βρίσκεται στα χέρια τρίτου και ο οποίος υπόσχεται να το αποδώσει μετά τη διάλυση της διαφοράς, αν αποφασισθεί. [O όρος σεκουέστρον είναι μεταφορά από τον αντίστοιχο γαλικό sequestre.] (σημ.: παρακαταθήκη.)
213