Λεξικόν
εκλογίζεσθαι, discontiren
η πώληση σε μετρητά μιας καμπιάλας (συναλαγματικής) πριν τη λήξη της σε τρίτον, που την αγοράζει σε μικρότερη τιμή και θα την εισπράξει στην κανονική της τιμή κατά τη λήξη της. [Ο όρος είναι απόδοση στα εληνικά του γερμανικού όρου Diskontierenπου σημαίνει προεξοφλώ. ] Ο αγοραστής της συναλαγματικής ονομάζεται εκλογιστής και η συμφωνία λέγεται εκλογιστία (disconto). [Ο όρος discontoαποτελεί απόδοση στα εληνικά της γερμανικής λέξης Diskont που σημαίνει προεξόφληση.] (σημ.: προπώληση συναλαγματικής, προεξόφληση.)
115