Λεξικόν
παυσίζωον ή νιτρογόνον (σηπτικόν)
απλή ουσία, συστατικό του ατμοσφαιρικού αέρα, ακατάληλο για τη διατήρηση της ζωής. Ονομάστηκε νιτρογόνο επειδή είναι οξύσιμος βάση του νιτρικού οξέος και σηπτικό, επειδή τείνει προς τη σήψη των σωμάτων και αποτελεί βάση των ουσιών που επιδέχονται σήψη. Βρίσκεται διεσπαρμένο στη φύση, στις ουσίες των ζώων, προκαλώντας απαλότη-τα και ελαστικότητα. Ως βάση του αμμωνίου προκαλεί θανατηφόρες δυσωδίες. Βρίσκεται ενωμένο με τον άνθρακα και με το υδρογόνο και κάποτε με το φωσφόρο. Όλα αυτά είναι συνδεδεμένα με κάποια ποσότητα οξυγόνου και γι’ αυτό αποτελούν οξείδιο ή οξύ ανάλογα με το βαθμό της οξυγόνωσης. (σημ.: άζωτο.)
142-144