Λεξικόν
συνθετική συγένεια
είδος χημικής συγένειας κατά την οποία δύο, τρία ή και περισσότερα σώματα ενώνονται μεταξύ τους χωρίς τη συνέργεια κανενός άλου. Έτσι ενώνεται το άλας με το ύδωρ, το σάκχαρον με το ύδωρ, η ρητίνη με το πνεύμα του οίνου, κ.λ.π Σε αυτήν ανάγεται και η προπαρασκευάζουσα συγένεια, όταν δύο σώματα δεν ενώνονται μεταξύ τους, αλά δια της προσθήκης ενός τρίτου μίγνυνται και δημιουργούν σώμα ετερογενές σώμα, όπως το ύδωρ και το έλαιο ενώνονται με ένα κάλιο και γίνονται σαπώνιον.
138