ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

μαγικός καθρέπτης (καθρέπτης κεραυνών)

γυάλινη πλά­κα, σκεπασμένη στις δύο επιφάνειες με φύλο κασσιτέρου, αφήνοντας το διάστημα μεταξύ του φύλου και του άκρου της πλάκας κατά ένα ή δύο δάκτυλα γυμνό από όλα τα μέρη. Βάζουμε την πλάκα πάνω σε τραπέζι για να έχει η κάτω επιφάνεια επαφή με τη γη ή βάζουμε κάτω από την πλάκα αλυσίδα, η οποία φτάνει ως τη γη, και μία άλη στην πάνω επιφάνεια, που επικοινωνεί με τον αγωγό της μηχανής. Αν ηλεκτρισθεί και αγίξει κανείς τις δύο επιφάνειες ή τις δύο αλυσίδες, θα τιναχθεί πολύ. Για να αποφύγει κανείς τον τιναγμό θα πρέπει για να την αγίξει, να χρησι­μοποιήσει ένα μεταλικό τόξο.

565