ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

λιμήν απόκλειστος, περιχαρακωμένος

ο πολιορκημέ­νος λιμένας, που έχει έτσι διακηρυχτεί από εχθρική δύναμη και τα εισπλέοντα σε αυτόν πλοία αιχμαλωτίζονται. [Ο όρος είναι απόδοση του αντίστοιχου γαλικού

bloqueή του ιταλικού blocato.]

100