ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

σμάλτο

η σύνθεση που προκύπτει από την ένωση ατελών μετάλων, μεταβαλόμενων σε ασβέστη με τη φωτιά και από την ύλη από την οποία κάνουν το γυαλί. Η σύνθεση αυτή χρωματίζεται διαφορετικά, αναλόγως του χρώματος του μετάλου. Το σμάλτο το χρησιμοποιούν στα ρολόγια του κόρφου και σε άλα τεχνητά (κατασκευές).

109