ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

σημασία όρου

η λήψις της φωνής (ονόματος) αντί του πράγματος που σημαίνει. Αυτή θεωρείται με τρεις τρόπους: 1) Όπως υπάρχει στη διάνοια, δηλαδή στη νοερή πρόταση και τότε ονομάζεται διανοητικός όρος. 2) Όπως προφέρεται δια του στόματος και τότε διακρίνεται σε φωνητικό όρο σημαντικό (δηλαδή αυτόν που σημαίνει) και μη σημαντικό (αυτόν που δεν έχει σημασία). 3) Όπως γράφεται, δηλαδή γραπτός όρος. Ο σημαντικός όρος διαιρείται σε: απλούν που σημαίνει μόνο ένα πράγμα και συμπεπλεγμένο που σημαίνει δύο ή περισσότερα πράγματα, κατη­γορηματικό που μόνος αυτός καθ’ εαυτόν μπορεί να είναι όρος στην πρόταση και συγκατηγορηματικό που μόνος του δεν μπορεί να είναι όρος στην πρόταση, αλά υπάρχει ενωμένος με τον κατηγορηματικό, απολελυμένο του οποίου η σημασία δεν έχει σχέση και αναφορά προς άλο πράγμα και σημαντικό ή σχετικό του οποίου η σημασία αναφέρεται σε άλο πράγμα, ορισμένο,εκείνον δηλαδή δια του οποίου προσδιορίζεται τι είναι το υποκείμενο στην πρόταση και αόριστο εκείνον δηλαδή ο οποίος προσδιορίζει τι δεν είναι το υποκείμενο στην πρόταση, κοινό που λέγεται και περί πολών, μερικό που λέγεται για ένα μόνο πράγμα αόριστο και ενικό που σημαίνει ένα προσδιορισμένο πράγμα. Ο κοινός όρος διαιρείται σε: διαβατικό που υπερβαίνει όλες τις κατηγορίες των πραγμάτων και λέγεται για όλα τα πράγματα, τα υπάρχοντα και δυνάμενα να υπάρξουν, αδιάβατο που λέγεται για μία μόνο τάξη πραγμάτων και υπερβατικό που λέγεται και για τα αδύνατα, π.χ. τα νοερά αντικεί­μενα, συνώνυμο που σημαίνει ουσία κοινή σε πολά, ομώνυμο που σημαίνει κατά τη φωνή (κατά το όνομα) κάτι όμοιο, του οποίου όμως η ουσία είναι διαφορετική, ανάλογο που σημαίνει πολά ανόμοια ως προς την ουσία, που έχουν όμως αναφο­ρά και αναλογία, παρώνυμο, εκείνο δηλαδή από τον οποίο το πράγμα λαμβάνει την ονομασία, αφηρημένο εκείνο δηλαδή που σημαίνει μορφή χωρισμένη από το υποκείμενο, συγκεκριμένο που σημαίνει μαζί μορφή και υποκείμενο, διαιρετικό που σημαίνει πολά και λέγεται για το κάθε ένα μερικώς, συλεκτικό που λέγεται περί πολών σημαινομένων, όρο της πρώτης εννοίας και γνώσεως που σημαίνει το πράγμα κατά τη σημασία που έχει πραγματικά, έξω από τη διάνοια και όρο της δευτέρας εννοίας που σημαίνει το πράγμα κατά τη σημασία που λαμβάνει δια της νοεράς ενεργείας, π.χ είδος, γένος, προσήκοντα —προσήκοντες είναι εκείνοι που συμπεραίνονται αλήλων ή αποκλείονται— και μη προσήκοντα που ούτε συμπε­ραίνονται ούτε αποκλείονται. Οι προσήκοντες διαιρούνται σε αντιστρέφοντες οι οποίοι αλήλων συμπεραίνονται, σε ουκ αντιστρέφοντες οι οποίοι δεν συμπεραίνο­νται αλήλων και σε προσήκοντες κατά συνέπειαν οι οποίοι συμπεραίνουν το ένα από το άλο. Τέλος διακρίνονται οι όροι σε αντιθέτους που έχουν αντίθεση με άλο όρο. Η αντίθεση αυτή εκφράζεται με τέσσερις τρόπους, οπότε οι όροι λέγονται αντιφατικοί, όταν ο ένας αρνείται τον άλο, ενάντιοι όταν ο ένας αποκλείει τον άλο από το υποκείμενο, στερητικοί, από τους οποίους ο ένας σημαίνει τη μορφή και ο άλος τη στέρηση της μορφής και αναφορικοί, όταν ο ένας όρος έχει σχέση και αναφορά προς τον άλο.

35-47