ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

καθέδρα ψυχής

κατά την παλαιά δόξα των Σχολαστικών η ψυχή ήταν διακεχυμένη σε ολόκληρο το σώμα. Βλέποντας την ταχύτητα με την οποία η ψυχή αισθάνεται τον πόνο όταν κεντηθεί ένα χέρι ή ένα πόδι και αγνοώντας ότι η προσβολή αυτή έπρεπε να διαπορθμευθεί στον εγκέφαλο, θεώρησαν ότι η έδρα της ψυχής βρίσκεται στο χέρι ή το πόδι. Αυτή η δόξα απορρίφθηκε όταν ανακα­λύφθηκε ότι αν κοπεί ή δεθεί ένα νεύρο, σε εκείνο το μέρος που μένει κάτω από την τομή ή το δέσιμο και που δεν έχει καμία επικοινωνία με τον εγκέφαλο, η ψυχή δεν λαμβάνει πλέον κανένα αίσθημα. Οι τωρινοί φιλόσοφοι από τη σταθερή παρα­τήρηση ότι η ψυχή δεν αισθάνεται τίποτε, αν οι προσβολές δεν διαπορθμευθούν στον εγκέφαλο, συμπέραναν ότι η καθέδρα της ψυχής έπρεπε να μετατοπισθεί στον εγκέφαλο. Η άποψη αυτή συναντάται όμως και στους παλαιούς. Ο Ερασί­στρατος έθετε την έδρα της ψυχής στη μεμβράνη που περιζώνει τον εγκέφαλο, την οποία αυτός ονόμαζε επικρανίδα και η οποία διαστέλεται σε λεπτή και σκληρά μήνιγα. Ο Ηρόφιλος την έθετε στη βάση του ιδίου του εγκεφάλου. Ο Πλάτων σε ολόκληρη την κεφαλή. Ο Πυθαγόρας έθετε τη λογική δύναμη στην κεφαλή και τη ζωτική στην καρδιά. Αντιθέτως ο Χρύσιππος και άλοι Στωικοί την έθεταν όλη στην καρδιά. Ο Διογένης στη διώνυμη κοιλία της καρδιάς. Ο Εμπεδοκλής στο αίμα και άλος αλού. Ο Καρτέσιος, επειδή βρέθηκε στον εγκέφαλο ένας αδενί-σκος, ομοιόσχημος με καρυδάκι πίτυος (πεύκου), που γι’ αυτό ονομάσθηκε αδήν πιτυώδης ή πίτειος, εστοχάσθη ότι εκεί πρέπει να τεθεί η καθέδρα της ψυχής και ότι εκεί, σαν σε θρόνο, λάμβανε τις εξωτερικές προσβολές και από εκεί έδινε τους ορισμούς της στα άλα μέρη του σώματος. Όμως δεν φαίνεται κανένα νεύρο να βγαίνει από τον πιτυώδη αδένα. Αντίθετα ο Σλαύδος, ιατρός και ανατόμος στο Αμστερδάμ, βρήκε στο πιτυώδη αδένα πολές φορές πετρίτζες. Κατά τον Βονέτ, ο περίφημος Ρουίσχιος βρήκε τρεις πέτρες και άλοι βρήκαν τον αδένα εντελώς απο­λιθωμένο, χωρίς όσοι έπασχον από αυτό, να χάσουν τη δύναμη του αισθάνεσθαι. Ο Διγβαίος θέτει την έδρα της ψυχής στο φαεινό φραγμό, μια μυελώδη και δια­φανή μεμβράνη, που χωρίζει τα μπροστινά γαστρίδια του εγκεφάλου. Όμως και από εκεί δεν αρχίζει κανένα νεύρο. Άλοι, όπως οι Λάνκισος, Μπερζέρ, Πεϋρόνιος κ.α. τη θέτουν στο τυλώδες σώμα, δηλαδή στο λευκότερο και τραχύτερο μέρος στο οποίο τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου στα οπίσθια μέσα ενώνονται σε μία και την αυτή βάση και από το οποίο βγαίνουν αληθινά νεύρα, όπως τα οπτικά, τα οποία αρχίζουν από τα μέρη εκείνα που ονομάζονται θάλαμος των οπτικών νεύ­ρων και τα παθητικά, που γεννιώνται εκεί κοντά, χρησιμεύουντας στις κινήσεις των οφθαλμών. Όμως και άλα νεύρα αναφύονται όλα αμέσως από τον προμήκη μυελό, τον ακανθώδη ή νωτιαίο. Και επειδή δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν ότι τα νεύρα ακολουθούσαν μέσα στην υπόσταση των προειρημένων μυελών τον δρόμο τους, για να ενωθούν ή με το τυλώδες σώμα ή με κάποιο άλο μέρος, δεν μπόρεσαν να βεβαιώσουν μήτε το κοινό αισθητήριο, μήτε την έδρα της ψυχής. Πρώτος που μπόρεσε να ανισχεύσει ότι τα νεύρα μπαίνουν στην υπόσταση των μυελών και αυτού του εγκεφάλου, ήταν ο Αββά Τοφφόλης, του οποίου κάποιες παρατηρή­σεις τυπώθηκαν στα Επίλεκτα Συγραμμάτια περί Επιστημών και Τεχνών. Αυτός βρήκε τρόπο να στερεοποιήσει τον εγκέφαλο, αφήνοντάς τον πολύ καιρό μέσα σε πνεύμα οίνου (ρακί) και έτσι μπόρεσε, ανατέμνοντάς τον, να ιχνηλατήσει τις ίνες των νεύρων και από αυτό να δει ότι τα οσφραντικά τελειώνουν στα δύο πρώτα γαστρίδια του εγκεφάλου, τα γευστικά στο τρίτο γαστρίδιο, τα ακουστικά στα πτυχώδη σώματα κ.α. Από τις παρατηρήσεις του συνάγεται ότι κανένα μέρος του εγκεφάλου δεν μπορεί κατά προτίμηση να ονομασθεί κυρίως κοινό αισθητήριο ή καθέδρα ιδιάζουσα της ψυχής.

44-48