Λεξικόν
έλαιον πέτρας
ένας από τους παχύτερους και λιπαρότερους χυλούς της γης που οφείλει το όνομά του στο ότι ρέει δια μέσω των πετρών, είτε καθ’ εαυτό ή αναμιγμένο με ύδωρ. Ονομάζεται και γης έλαιον. Πηγάζει από περιοχές στις οποίες ο άνθραξ της πέτρας πλεονάζει. Είναι το έλαιο αυτό ποικιλόχρωμο, άλοτε λευκό και άλοτε άλου χρώματος. Άφθονο ρέει σε διάφορα μέρη της γης και στα παράλια του Βόρειου Ωκεανού της Αμερικής. Έχει τη δυνατότητα να είναι διαχωρητικό, διατμητικό και ενισχυτικό των νεύρων. Αν αλειφθεί στο εξωτερικό του οφθαλμού μπορεί να διώξει τις ελμίνθες (είδος παρασίτου). Η οσμή του ελαίου είναι πολύ βαριά. (σημ.: πετρέλαιο.)
276-277