Λεξικόν
ανθρακικό πνεύμα
οξύ που παράγεται όταν καθαρός άνθρακας καεί (ενωθεί) με το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Το οξύ αυτό είναι ισοβαρές προς τον αναλωθέντα άνθρακα και το οξυγόνο, βάφει τους φυτικούς χυμούς από κυανούς σε κόκκινους, είναι ειδικώς βαρύτερο από την ατμόσφαιρα. Είναι ακατάλληλο για εμπρησμό και θανατηφόρο στα αναπνέοντα ζώα. Λαμβάνεται δια συνθέσεως. Ο αέρας που αναπνέουμε αναλύεται στους πνεύμονες και μέρος του οξυγόνου, αν ενωθεί με το ανθρακικό του αίματος, εκπνέεται με τον αζωτικό, ενώ το λοιπό οξυγόνο μένει στο εσωτερικό του σώματος. Το ανθρακικό οξύ κατέρχεται και το οξυγόνο ανέρχεται, ενώ ο αζωτικός αέρας είναι ο πιο ελαφρός. (σημ.: διοξείδιο του άνθρακος.)
657