Λεξικόν
πυκνωτής
όργανο που κάνει την ηλεκτρική ύλη, την οποία το σώμα λαμβάνει από τα γύρω ηλεκτρικά σώματα, να φανερωθεί, αναγκάζοντάς τη να συγκεντρωθεί όλη στο σώμα που εκθέτουμε στην ενέργειά της. Επινοήθηκε από τον Βόλτα.
569
όργανο που κάνει την ηλεκτρική ύλη, την οποία το σώμα λαμβάνει από τα γύρω ηλεκτρικά σώματα, να φανερωθεί, αναγκάζοντάς τη να συγκεντρωθεί όλη στο σώμα που εκθέτουμε στην ενέργειά της. Επινοήθηκε από τον Βόλτα.