ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

αμμώνιον

βάση ικανή να μεταβληθεί σε άλας. Από τους αρχαίους ονομάζεται πτηνόν κάλιον ή αιθέριον αλκάλι, λόγω της ιδιότητάς του να μετεωρίζεται με πολύ λίγη θερμότητα ακόμη και σε αγεία καλώς ασφαλισμένα και να ανεβαίνει στο σκέπασμα του αγείου. Προέρχεται από την ανάλυση ζωικών υλών ή από κάποια φυτική ουσία με σήψη. Επειδή από αυτό το κάλιο προέρχε­ται το αμμωνιακό άλας ή αλικό αμμώνιο, χρησιμότατο στη χημεία, οι νεότεροι το ονόμασαν αμμώνιο. Η πειραματική διαδικασία επιβεβαίωσε ότι είναι σύνθετο από υδρογόνο και νιτρογόνο. Ιδιότητες του: έχει δριμύ, καυστικό χυμό, ενώνεται με τα οξέα και γίνεται πηκτό, αποχωρίζει τις γαιώδεις μεταλικές ύλες, διαλύει όσες ου­σίες μπορούν να διαλυθούν από τα κάλια, μεταβάλει σε πράσινο χρώμα τα κυανά χρώματα των φυτών. Καθαρό αμμώνιο στο πυρ και σε ανοικτό αέρα εξατμίζεται. Πηκτό διαλύεται στο ύδωρ. Περισσότερη ποσότητα διαλύεται σε θερμό ύδωρ και όταν το υγρό αυτό κρυώσει κρυσταλούται. Ενωμένο με πάγο προκαλεί υπερβολι­κό ψύχος. Διαλύει μέταλα και μάλιστα το χαλκό. Στην Ιατρική χρησιμοποιείται ως παροξυντικό και διεγερτικό, ως διαλυτικό στους ρευματισμούς και στα κωλικά πάθη. Δεν πρέπει να το εισπνέουμε χωρίς αιτία, γιατί λόγω της δριμύτητάς του μπορεί να προκαλέσει λιποθυμία.

163-168