ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

κουμέρκιον

όρος   προερχόμενος   από   τον   λατινικό   όρο commercium, που σημαίνει εμπορική συμφωνία. Με αυτόν δηλώνεται ο προσ­διορισμός των τελών εκφόρτωσης σε λιμένα ή σκάλα θαλάσσης. (προσδιορισμός ποσοστού).

97