Λεξικόν
προβυζιόνε
η προμήθεια που παίρνουν οι πραγματευτές όταν πληρώσουν οι ίδιοι για λογαριασμό ενός άλου κάποιο κεφάλαιο. Πρόκειται για τον τόκο (διάφορον) του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή, για χρόνο από την πληρωμή μέχρι την εξόφλησή του. (σημ.: προμήθεια.)
239