ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

γάζα (τα) (πνεύματα)

είδη αέρων, πλην του ατμοσφαιρι­κού, τα οποία έχουν τις κοινές ιδιότητές του αλά και διαφέρουν πολύ από αυτόν ως προς άλες ιδιότητες. Το όνομα δόθηκε από τους νεότερους, γιατί τα γάζα ανακα­λύφθηκαν στα νεότερα χρόνια. Με την ανακάλυψή τους μπορούμε να εξηγήσου­με αποτελεσματικότερα πολά φαινόμενα της φύσης. Ο όρος γάζα, που σήμερα χρησιμοποιείται από όλους τους φυσικούς, παράγεται πιθανόν από τη γερμανική λέξη gaϊsch, gaϊtsch, που σημαίνει αφρός εξερχόμενος από διάφορες ουσίες που υφί­στανται ζύμωση, όπως ζύθος, μούστος, με μικρές φουσκαλίδες. Αυτές αποτελούνται από αέρια ελαστική ουσία ενωμένη με περισσότερα συστατικά μόρια του ρευστού σώματος, κατά τη ζύμωση του οποίου ανεβαίνουν. Με το χωρισμό των μερών των ρευστών αυτών δημιουργείται η αέρια ύλη, που δεν είναι τίποτε άλο παρά γάζον, δηλαδή είδος αέρος που δεν μεταβάλεται σε σταλαγματώδες ρευστόν, όπως οι υδα-τώδεις ατμίδες, αλά διατηρεί κάποιο αέριο χαρακτήρα και για το λόγο αυτό ονομά­ζεται και έμμονον ελαστικόν ρευστόν. Γάζα υπάρχουν πολά στη φύση. Κοινές ιδιό-τητές τους είναι το διαφανές ή αόρατον, το ρευστόν ή ελαστικόν και το λίγο βάρος τους, το οποίο μπορεί να εγκλειστεί στα αγεία. Λόγω της ελαστικότητάς τους όλα τα είδη των γάζων εκτείνονται αρκετά λόγω της θερμότητας και συστέλονται λό­γω του ψύχους, χωρίς όμως να εμφανίζονται ποτέ σε είδος σταγόνων. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό και ο ατμοσφαιρικός αέρας είναι γάζον. Τα περισσότερα είδη των γάζων αποκτώνται ποικιλοτρόπως δια της τέχνης (στο εργαστήριο). (σημ.: αέρια.)

96-97