ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

κασσίτερος

μέταλο λευκό, λαμπρό, απαλό, διπλώνεται και κάνει κρότο, ιδιότητα που φαίνεται να προέρχεται από το χωρισμό των μερών του. Όταν τρίβεται, έχει οσμή, είναι καύσιμο και τήκεται εύκολα. Είναι ελαφρό­τερο από όλα τα ευάγωγα μέταλα, η ειδική βαρύτητά του είναι 7 προς αυτή του ύδατος. Βρίσκεται ο κασσίτερος καθαρός, κυρίως όμως ενωμένος με αρσενικό και θείο ή σίδηρο. Συναντάται στην Αγλία, Γερμανία, Βοεμία (Βοημία), Σαξωνία, κ.α. Στον κασσίτερο ενεργούν ο αέρας, το πυρ, τα ύδωρ και τα οξέα. Ενώνεται με διά­φορα μέταλα και τα κάνει εύθραυστα, πλην του μολύβδου. Χρησιμοποιείται στις τέχνες και στο γάνωμα των χάλκινων οικιακών σκευών. Αν ενωθεί με υδράργυρο αποτελεί επίθεμα για τους καθρέπτες. Το οξείδιο του κασσιτέρου χρησιμεύει για να λαμπρύνει τα σώματα, τήκεται μαζί με οξείδιο του μολύβδου και άμμο, δημιουργώ­ντας το σμάλτο. Χρησιμεύει στα εργαστήρια των βαφέων για υφάσματα και στην Ιατρική ως καθάρσιο για τους σκώληκες.

233-237