ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

εμπόριον διαπεμπτικόν

το διαβιβαστικό εμπόριο κατά το οποίο δέχεται κάποιος εμπορεύματα, που ανήκουν σε άλον, για να φροντίσει να τα στείλει σε κάποιον τρίτο, που κατοικεί σε τόπο μακρινό. Το εμπόριο αυτό ονομά­ζεται και Σπεδιτζιόν [από τη γερμανική λέξη Spedition που σημαίνει αποστολή]. Ο άνθρωπος που αναλαμβάνει αυτή τη φροντίδα για λογαριασμό ενός ξένου λέγε­ται διαπομπός, στα Γερμανικά Spediteur[που σημαίνει αποστολέας].

60