ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

ύδωρ

στοιχείο ωφελιμότατο στον κόσμο, αναγκαίο για τη διατήρηση ανθρώπων και ζώων. Είναι σώμα ροώδες, διαφανές, βαρύ, χωρίς ελα­στικότητα και άχυμο. Η ρευστή ουσία του γίνεται φανερή από τη μικρή συνοχή και συνάφεια των μερών μεταξύ τους και από το μερισμό τους σε σταγόνες. Η δια­φάνειά του προξενείται από τους πολούς πόρους, οι οποίοι επιτρέπουν στις ακτίνες του ηλίου να διέρχονται. Η βαρύτητά του και το άχυμον είναι γνωστά εκ πείρας. Το ψύχος το φέρει σε μικρότερο διάστημα (το συστέλει) και η θερμότητα το εκτεί­νει δια του αέρος που βρίσκεται στους πόρους του. Όταν με το ψύχος συμπιέζε­ται σε μικρότερο διάστημα, γίνεται βαρύτερο. Η διδασκαλία περί του ύδατος θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί κατά της δεισιδαιμονίας, όχι μόνο των κοινών ανθρώπων αλά και αυτών του κριτηρίου, σύμφωνα με την οποία το ύδωρ ήταν το μέσο για να ελέγξουν αν ένας άνθρωπος ήταν μάγος, βυθίζοντάς τους μέσα σε αυτό.

90-102