×

Ειδοποίηση

Δεν σας επιτρέπεται να τροποποιήσετε αρχεία
ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

βαρύτητα ελκυστική ή ελκτική

δύναμη με την οποία ένα σώμα ενεργεί σε άλο που απέχει από αυτό και το κάνει να βαρύνει (να έλκεται) προς αυτό. Π.χ. η γη έλκει τα σώματα που πέφτουν σ’ αυτή, τα σώματα βαρύνουν προς τη γη. Ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο και ο σίδηρος βαρύνει προς το μαγνήτη.

149